ἀβγούλλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγούλλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀβγούλλι τό, ἀβγούλλιν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀβγούλλι Πελοπν. (Μάν. Συκεὰ Κορινθ. Τρίκκ.) Τσακων. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀβγὸ.
Σημασιολογία
1)Μικρὸν ᾠὸν Πελοπν. (Μάν. Συκεˬὰ Κορινθ. Τρίκκ. κ.ἀ.) Τσακων. κ.ἀ.: Βάλε τὸ τηγάνι νὰ φτε͜ιάξῃς πέντ᾿ ἕξι ἀβγούλλιˬα Μάν. Ρὲ μάννα, δῶ μου ἕν᾿ ἀβγούλλι νὰ φάω! Συκεˬὰ Κορινθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀβγουδάκι. 2) Ὁ καρπὸς τοῦ φυτοῦ ἀβγουδεˬᾶς ἢ ἀβγουλλεˬᾶς, ἤτοι τοῦ μανδραγόρα (ὅστις ἔχει μορφὴν ᾠοειδῆ) Λυκ. (Λιβύσσ.) Συνών. ἀβγουδάκι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA