ἀγιζότη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγιζότη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγιζότη ἡ, Κρήτ-Λεξ.Περίδ. ἀγγιζότη Πελοπν. (Ὀλυμπ.) ἀβιζότη Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ. Λακων. Τρίκκ. κ. ἀ) ἀβιζότο τό, Πελοπν. (Αἴγ.) ἀιζέτον Κάρπ. ἀιζέτο Καρπ. ’βιζέτο Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. aǧiz oti
Σημασιολογία
Μικρά ποσότης πυρίτιδος χρησιμοποιούμενη ὡς ἔναυσμα τῶν ἄλλοτε διά πυρολίθου ἐκπυρσοκροτούντων ὄπλων
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA