ἅγι - Ἠλίας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅγι - Ἠλίας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἅγι-Ἠλίας ὁ, ἀμάρτ. ἅγι –᾿Λιˬὰς πολλαχ. ἅι-᾿Λιˬὰς πολλαχ. ἅις-Ἐλιˬὰς Κῶς Χίος ἅις-Νουλιˬὰς Σύμ. ἅις-᾿Λιˬὰς Θήρ. ἅγιˬο-᾿Λιˬὰς Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) ἅι-Ἐλιˬὰς Κῶς ἅι-᾿Λίας Μεγίστ. ἁ-Ἠλίας Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἅι-᾿Λιˬὸς Πελοπν. (Πάτρ.) ἁ-Ἠλία ἡ, Πόντ. (Κρώμν.) Γενικ. τ᾿ ἅγιˬο-Ἠλιˬὸς Πελοπν. (Ἦλ. Πύργ.) τ᾿ ἅγιˬο-᾿Λίος Πελοπν. (Μεσσ. κ.ἀ.) τ᾿ ἅγιˬο-Λιˬὸς Πελοπν. (Λάστ.) τ᾿ ἅι-Ἠλιˬὸς Ἤπ. τ᾿ ἅι-᾿Λιˬὸς Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βασαρ. Πάτρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. τ᾿ ἅι-᾿Λιˬοῦ Ἤπ. (Ἰωάνν.) Κρήτ. κ.ἀ. –ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 298,189 τ᾿ ἁι-Λία Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ παραθέσεως τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ ὀν Ἠλίας. Τὸ θηλ. ἁ-Ἠλία ἐκ παρανοήσεως νομισθέντος ὡς ὀν. ἁγίας. Πβ. ἁγιˬὰ-Σωτῆρα.
Σημασιολογία
Ὁ ἅγιος Ἠλίας ὁ προφήτης, τοῦ ὁποίου ἡ ἑορτὴ τελεῖται τὴν 20ὴν Ἰουλίου κοιν. καὶ Πόντ. (Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.):Βλαστημεῖ τὴν ἁ-Ἠλίαν Κρώμν. || Φρ. Βοήθειά σας ὁ ἅις Ἐλιˬάς! (εὐχὴ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου, συνήθως ἀπευθυνομένη γενικῶς ὑπὸ τῶν συναντωμένων πρὸς ἀλλήλους) Κῶς Θὰ σὲ κάμω τ᾿ ἅι-Λία! (θὰ σὲ βρέξω. Ἐξ ἐθίμου, καθ᾿ ὃ τὴν παραμονὴν τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἠλία, θεωρουμένου κυρίου τῆς βροχῆς, οἱ παῖδες ρίπτονται ἐνδεδυμένοι εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὅσους βλέπουν μὴ βρεγμένους τοὺς ρίπτουν διὰ τῆς βίας ἐπιλέγοντες τὴν φρ.) Μεγίστ. || Γνωμ. Τ᾿ ἅι-Πνεμάτου βάλ᾿ ὀρνὸ καὶ τ᾿ ἅι-᾿Λιˬᾶ φά᾿ σῦκα (κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Πνεύματος γίνεται ὁ ἐρινασμὸς τῶν συκῶν, τοῦ δὲ ἁγίου Ἠλία ὡριμάζουν τὰ σῦκα) Κύθν. Ἅγιˬα Μαρῖνα, δῶσ᾿ μου σῦκα, κι ἅι-᾿Λιά, ἅπλωσ᾿ κ᾿ ἔπαρε (ὅτι μετὰ δυσκολίας εὑρίσκομεν σῦκα κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς ἁγίας Μαρίνης 17ην Ἰουλίου, ενῷ τοῦ ἁγίου Ἠλία ἀφθονοῦν ταῦτα) αὐτόθ. Τῆς ἁγιˬᾶς-Μαρίνας σῦκο, τ᾿ ἅι-᾿Λιˬοῦ σταφύλι καὶ τὸν Αὔγουστον πληθύνουν τόσον αἱ σταφυλαί, ὥστε νὰ δύναταί τις νὰ γεμίσῃ δι᾿ αὐτῶν καὶ μαντήλι) ΙΒενιζέλ. ἔνθ᾿ ἀν. Ὁπού ᾿ν᾿ ἅι-Γιˬάννης καὶ νερὸ κιˬ ὅπ᾿ ἅγιο-᾿Λιˬὰς καὶ ράχι (συνήθως τὰ μὲν παρεκκλήσια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτισοῦ κτίζονται παρὰ τὰς πηγὰς ὑδάτων, τοῦ δὲ προφήτου Ἠλία ἐπὶ τῶν κορυφῶν ὀρέων) Ἀρκαδ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. κοιν. 2)Κορυφὴ βουνοῦ, κορφοβούνι (διότι συνήθως ἐπὶ τῶν κορυφῶν τῶν βουνῶν κτίζονται τὰ παρεκκλήσια τοῦ προφήτου Ἠλία, ὁ ὁποῖος ἐκ παρασχετισμοῦ πρὸς τὸ μέρος τῆς ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ νομίζεται ὅτι ἀνελήφθη ἐκ τῆς κορυφῆς βουνοῦ) πολλαχ.:Φρ. Πῆρε τοὺς ἅγιο-᾿Λιˬάδες (ἔγινε λῃστὴς ἢ παρεφρόνησε) Ἀρκαδ. (Συνών. φρ. πῆρε τὰ βουνά). 3)Ὁ μὴν Ἰούλιος (διὰ τὴν κατ᾿ αὐτὸν τελουμένην ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Ἠλία) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA