ἀγκυριδοπόδης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκυριδοπόδης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγκυριδοπόδης ὁ, ἀμάρτ. ἀγκεριδοπόδης Νάξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀγκυρίδα καὶ πόδι.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἰσχνούς, ἀδυνάτους ὡς ἀγκυρίδα, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA