ἀβδέλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβδέλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀβδέλλα ἡ, βδέλλα Ἀθῆν. Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Δημητσάν. Μεσσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν.) Σέριφ. Σύμ. Χίος (Μεστ.) κ.ἀ. βdέλ-λα Κάλυμν. Κῶς Λέρ. κ.ἀ. βτέλ-λα Κύπρ. βιδέλλα Ζάκ. Κέρκ. Παξ. Σῦρ. ἀβδέλλα κοιν καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀβdέλλα Καππ. ἀβdέλ-λα Κύπρ. ἀβτέλ-λα Κύπρ. ἀβδέλτα Ἀστυπ. ἀβιδέλλα Νάξ. ἀδέλλα Χίος (Νένητ.) ἀβδέḍḍα Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀφdέḍḍα Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀρdέḍḍα Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀdέḍḍα Καλαβρ. ἀβδέα Τσακων. ἐβδέλλα Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἰβδέλλα Μακεδ. (Μελέν.) ὀβδέλλα Καππ. (Σινασσ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. βδέλλα. Τὸ ἀρκτικὸν α προσετέθη ἐν συνεκφ. νομισθέντος τοῦ τελικοῦ α τῆς προηγουμένης λέξεως ὡς ἀρκτικοῦ τῆς ἑπομένης, ὡς μιὰ βδέλλα –μι᾿ ἀβδέλλα.Εἰς τὸ βιδέλλα ἔγινεν ἀνάπτ. ι μεταξὺ συμφ.
Σημασιολογία
1)Ἡ βδέλλα τῆς τάξεως τῶν σκωλήκων, τῆς ὁποίας δύο κυρίως εἴδη εἶναι γνωστὰ (α)Βδέλλα ἡ φαρμακευτικὴ (hirudo officinialis), ἀμφότεραι βδέλλαι τῶν μεγάλων λιμνῶν, ἡ «λιμνᾶτις βδέλλα» τοῦ Θεοκρίτου (Εἰδύλλ. 2,56), χρησιμοποιουμένη εἰς ἀφαιμάξεις θεραπευτικὰς ἤδη ἀπὸ τῶν Ρωμαϊκῶν χρόνων (Πλίν. Ν.Η.32,42) κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Ὁ γιατρὸς τοῦ διώρισε ἀβδέλλες. Τοῦ ᾿βαλαν ἀβδέλλες κοιν. Ἐθέκα ἐβδέλλας ᾿ς σὸ ποδάρι μ᾿ νὰ λαροῦται (ἔθεσα βδέλλας εἰς τὸ ποδάρι μου διὰ νὰ ἱλαροῦται=διὰ νὰ γίνῃ καλὰ) Τραπ. (β)Μικρὸς σκώληξ πλατυς, αἱμῶπις ὁ βόραξ (haemopis vorax), ἡ βδέλλα τῶν πηγῶν, ἡ ὁποῖα ροφουμένη μετὰ τοῦ ποσίμου ὕδατος καὶ προσκολλωμένη καὶ παρασιτοῦσα ἐπὶ τοῦ φάρρυγγος παράγει τὴν ὁμώνυμον νόσον βδέλλα κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ. κ.ἀ.) Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἡ ἀβδέλλα βυζαίνει-πίνει-ρουφᾷ-σύρει-τραυᾷ τὸ αἷμα. Τὸ ζῷο κατάπιε ἀβδέλλα. Φτύνει αἷμα, γιατίˬ κατάπιˬε ἀβδέλλα. Τὸ παιδί-τὸ πρόβατο ἔχει-ἤπιˬε-πῆρε ἀβδέλλα (ἐπὶ τοῦ καταπίνοντος βδέλλαν) κοιν. Τὸ νερὸν ἔν᾿ γεμᾶτον ἀβdέλ-λες Κύπρ.||Φρ. Κολλάει σὰν τὴν ἀβδέλλα! Σοῦ εἶναι μιὰ ἀβδέλλα! (ἐπὶ ἀνθρώπου δυσαπαλλάκτου καὶ φορτικοῦ) σύνηθ. Μοῦ ρουφᾷ τὸ αἷμα σὰν τὴν ἀβδέλλα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Μοῦ ἤπιˬε τὸ αἷμα σὰν βδέλλα (ἐπὶ χρηματικῆς ἐκμεταλλεύσεως) Πελοπν. (Μεσσ.) Τὸν τραυᾷ σὰν βδέλλα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Δημητσάν.) Διὰ τὰ ἀνωτέρω φρ. πβ. Θεοκρ. Εἰδύλλ. 2,55 «αἰαῖ Ἔρως ἀνιηρέ, τί μευ μέλαν ἐκ χροὸς αἷμα|| ἐμφὺς ὡς λιμνᾶτις ἅπαν ἐκ βδέλλα πέπωκας;» Ὁ ἔρωτας ἀβδέλλα τοῦ κολλάει (ἤτοι ὡσὰν βδέλλα. Ἐπὶ τοῦ κυριευομένου ὑπὸ τοῦ ἔρωτος) Κεφαλλ. Νὰ σοῦ σύρω τὸ αἷμα σὰ μιˬὰ ἀβδέḍḍα! (νὰ σοῦ ἀπορροφήσω τὸ αἶμα σὰν μιˬὰ βδέλλα! Ἀπειλὴ) Μπόβ.|| Παροιμ. φρ. Τοὺν ἔ᾿πιασμένου ἀβδέλλα (κατέχεται ὑπὸ ἐμμόνου ὀργῆς) Στερελλ. (Αἰτωλ.)|| ᾎσμ. Ἐσύ ᾿σουνα ὁ σεβdαλῆς ἐπάνω ᾿ς τοὶς κωπέλλες, ἔχεις τὰ μάτιˬα ὁλόμαυρα, τὰ φρύδια σὰν ἀβδέλλες (φρύδια κανονικῶς λεπτυνόμενα πρὸς τὰ ἄκρα ὡς τὸ σῶμα τῆς βδέλλας) Ἤπ. β)Μικρὸν τεμάχιον ἐλάσματος ἢ σύρματος κεκαμμένον εἰς τὰ δύο ἄκρα, διὰ τοῦ ὁποίου συναρμόζουν τεμάχια σανίδων ἢ θραυσθέντων ξυλίνων πραγμάτων ἀγγείων, ἐργαλείων κττ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Καστορ. κ.ἀ.) Συνών. ἀβδέλλι 3. γ)Ἐνώτιον ἔχον σχῆμα βδέλλας Συμ. δ)Μικρὸν βδελλοειδὲς ποίκιλμα τῶν λαϊκῶν χειροτεχνημάτων Σκῦρ. 2)Σκώληξ τοῦ γένους τῶν τρηματωδῶν τῆς οἰκογενείας τῶν πλατυελμίνθων καὶ ἰδίως δίστομονο τὸ ἡπατικὸν (distomum hepaticum) διαιτώμενον συνήθως ἐπὶ τῶν βατραχίων φυτῶν (ἰδ. ἀβδελλόχορτο) πολλαχ. β)Ἡ θανατηφόρος νόσος διστομῖτις γεννωμένη εἰς τὸ ἧπαρ τῶν χορτοφάγων ζῴων, βοῶν, προβάτων, αἰγῶν, χοίρων, ὅταν ταῦτα τρώγουν βατράχια φυτὰ πολλαχ.: Ἔπισι ᾿ς τὰ πρόβατα ἀβδέλλα Ἤπ.|| ᾎσμ. Τῆς Μπουγδανιˬᾶς τὰ πρόβατα ἀβδέλλα νὰ τὰ πιάσῃ καὶ τῆς Βλαχιˬᾶς τὲς ἔμορφεες πανούκλα νὰ τὲς μάσῃ Ἤπ. Συνών. ἀβδέλλιˬασμα 2, βούρλισμα, κλαπάτσα, μουσκούλισμα, στρέγκλα. γ)Τὸ φυτὸν βατράχιον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου διαιτᾶται ὁ τρηματώδης σκώληξ, δίστομον τὸ ἡπατικὸν Σέριφ. κ.ἀ. 3)Ὁ παράσιτος τῶν φασηόλων βδελλοειδὴς σκώληξ τοῦ ἐντόμου μαρουδιὰ (epilachna chrysomelina) Κύπρ. 4)Ἀβδέλλα τοῦ γιαλοῦ, τὸ βδελλοειδὲς ἐχινόδερμον τοῦ γένους τῶν ὁλοθουριδῶν (holothuria), σύνηθες εἰς τὰς Ἑλληνικὰς ἀκτάς, καὶ οἱ βδελλόμορφοι βραχίονες τοῦ ἐχινοδέρμου τούτου ἐκβραζόμενοι ὑπὸ τῶν κυμάτων εἰς τὰς παραλίας Ἰων. (Κρήν.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἤπ. Μακεδ. [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA