ἁγινικολοβάρβαρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγινικολοβάρβαρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγινικολοβάρβαρα τά, ἐνιαχ. ἁγιˬονικολοβάρβαρα Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἁγιˬανικολοβάρβαρα Πελοπν. (Μάν.) ἅινικολοβάρβαρα Πειρ. Κ.ἀ. ἁινικολοβάρβαρα Ἰων. (Κρήν.) Κύθν. Σίφν. Σύμ. κ.ἀ. ἁι᾿κουλουβάρβαρα Ἤπ. Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ὀν. ἅγι-Νικόλας καὶ Βαρβάρα. Εἰς τὸ ἅινικολοβάρβαρα ὁ τόνος τῆς πρώτης συλλαβῆς ἔμεινε σταθερὸς ἐκ τοῦ ἅγι τῶν ὀν. τῶν ἁγίων.
Σημασιολογία
Αἱ τρεῖς συνεχεῖς ἑορταὶ τῆς ἁγίας Βαρβάρας, τοῦ ἁγίου Σάββα καὶ τοῦ ἁγίου Νικολάου τὴν 4ην, 5ην καὶ 6ην τοῦ μηνὸς Δεκεμβρίου ἔνθ᾿ ἀν.:Γνωμ. Τ᾿ ἅινικολοβάρβαρα κάνει νερὰ καὶ χιˬόνιˬα Πειρ. Τ᾿ ἁινικολοβάρβαρα κ᾿ οἱ τοῖχοι βράζουν (ἤτοι μέχρι τῶν ἀρχῶν Δεκεμβρίου τὸ κλῖμα εἶναι ἀκόμη θερμὸν) Σύμ. Τ᾿ ἁινικολοβάρβαρα ἢ βρέχει ἢ χιˬουνίτζει Σίφν. Τ᾿ ἁγιˬονικολοβάρβαρα | πηδάει ὁ λαγὸς ᾿ς τὰ κάψαλα (δηλ. κάμνει δριμὺ ψῦχος) Ἀρκαδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA