ἄγινος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγινος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄγινος ἐπίθ. Ἤπ. Παξ. κ.ἀ. ἄινος Παξ. ἄγενος Κεφαλλ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. γίνομαι, παρ᾿ ὃ καὶ γένομαι, ὅθεν τὸ ἄγενος.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ ὑποστὰς ἐπαρκῆ ζύμωσιν, ἐπὶ ζύμης, ἄρτου καὶ οἴνου Κεφαλλ. Παξ. κ.ἀ.:Σήμερα ἔκαμε ἕνα ψωμὶ ἄινο, ἄψηστο, σωστὴ φλαούνα (ἐπὶ ἄρτου λιπανοβάτου. φλαούνα=πρόχειρος καὶ ἄζυμος συνήθως ἐξ ἀραβοσίτου ἄρτος) Παξ. Κραςὶ ἄγενο Κεφαλλ.: Συνών. ἀγίνωτος 2. β)Ὁ μὴ μετὰ προζυμίου ζυμωθείς, ἄζυμος Ἤπ.:Ψωμὶ ἄγινο. Ἄγινη κουλούρα. 2)Ὁ μὴ ὡριμάσας, ἄωρος. Στάρι- σταφύλι ἄγενο Κεφαλλ. Συνών. ἀγίνωτος 3, ἄγουρος, ἄφταστος, ἀντίθ. γινωμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA