ἀβδελλερὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβδελλερὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβδελλερὸ τό, ἀμάρτ. ἀβτελ-λερὸν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβδέλλα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ερὸ, δι᾿ ἣν πβ. καὶ ἀγκαθερό, δαφνεό, λυγερό. Ἰδ. KAmantos Suffixe 41 κἑξ. ΣΜενάρδ. ἐν Ἀθηνᾷ 18 (1906) 362, ΒΦάβη Γλωσσ. Ἐπισκ. 73.

Σημασιολογία

Τόπος ἔχων λιμνάζονται ὕδατα πλήρη βδελλῶν. Συνών. ἀβδελλότοπος. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/