ἁγιογράφος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιογράφος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἁγιογράφος ὁ, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ ρ. γράφω κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ζωγράφος.
Σημασιολογία
Ὁ ἐν εἰκόνι παριστῶν ἅγιον ἢ θεῖον πρόσωπον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA