ἁγιˬοζώναρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬοζώναρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Οουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγιˬοζώναρο τό, ἀμάρτ. ἁγιˬοζώναρου Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. ζωνάρι.
Σημασιολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. ζωνάρι. Ἡ ἁγία ζώνη τοῦ Χριστοῦ: ᾎσμ. Πήρανι τ᾿ ἁγιˬουστέφανου κὶ βάλαν ἀgαθένιˬου, πῆραν κὶ τ᾿ ἁγιˬουζώναρου κὶ βάλαν λυγαρένιˬου (ἐξ ᾄσμ. λεγομένου «τοῦ Χριστοῦ τὸ καταλόγι» καὶ ψαλλομένου ὑπὸ χοροῦ παρθένων πρὸ τοῦ Ἐπιταφίου τὴν Μεγάλην Παρασκευήν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA