ἀγκωνὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκωνὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγκωνὴ ἡ, ἀgουνία Πελοπν. (Λακων.) ἀγκωνιˬὰ Θρᾴκ. (Καλαμ.) ἀgωνιˬὰ Κρήτ. ἀγκουνιˬὰ Α. Θρᾴκ. (Καλαμ.) Μακεδ. (Βελβ.) Στερελλ. (Δωρ.) άγκωνέα Αἴγιν. Πελοπν. (Λεῦκτρ.) ἀgωνὲ Δ. Κρήτ. ἀγκωνὴ σύνηθ. καὶ Τσακων. ἀgωνὴ Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν. Οἰν.) ἀγκουνὴ Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Μάν. Οἰν.) ἀγκουνὴ Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) ἤπ. (Ζαγόρ. Χουλιαρ.) Μακεδ. (Κοζ.) Πελοπν. (Λακων.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν. Καλοσκοπ. κ.ἀ.) ἀgουνὴ Θεσσ. (Ζαγορ.) Πελοπν. (Μάν.) Πάρ. Σκόπ. ἀναγκωνὴ Ἤπ. ἀνgιούνη Καλαβρ.
Ετυμολογία
Κατὰ σύμφυρ. τῶν ἀρχ. οὐσ. ἀγκὼν καὶ γωνία ἀντὶ ἀγκωνία καὶ ἐκ τούτου ἀγκωνή. Διὰ τὴν μεταβολὴν πβ. καὶ ἀμφιβολία- ἀφιβολή.
Σημασιολογία
1)Γωνία ἐξέχουσα ἢ εἰσέχουσα ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς πλευρὰς σύνηθ. καὶ Καλαβρ.: Οἱ τέσσερεις ἀγκουνὲς τοῦ σπιτιˬοῦ Κονίστρ. Πιτάου τὰ τρία λιθάριˬα ᾿ς τσ᾿ τρεῖς ἀγκουνιˬὲς τ᾿ σπιτιˬοῦ Δωρ. Στάθ᾿κα ᾿ς τ᾿ν ἀγκουνὴ ᾿π᾿ τοὺ σπίτ᾿ (᾿π᾿ τοὺ σπίτ᾿=τῆς οἰκίας) Αἰτωλ. Ὅταν γεννε͜ιέται θηλυκό, τρίζουν οἱ ἀgωνὲς τοῦ σπιτιˬοῦ Κεφαλλ. Ἰδ. ἄγκωνας. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγκωνάδα. 2)Ὁ πρὸς συγκλίνουσαν γωνίαν χῶρος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν λοιπὴν ἔκτασιν σύνηθ.: Σὲ κάθι ἀγκουνὴ ἔσπειρα κιˬ ἀπὸ ἕνα δέντρου Κοζ. Εἶχε πιθώσει σὲ μίαν ἀγκωνὴ τὸ χοντρὸ ραβδί του ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 5. Ἡ ἀgωνὴ τοῦ σπιτιˬοῦ- τοῦ χωραφιˬοῦ Μάν. Θὰ σὲ βάλω ᾿ς τὴν ἀγκωνὴ (πρὸς τιμωρίαν) Πελοπν. (Τρίπ.) β)Καθόλου, τὸ ἄκρον, ἀπόμερος θέσις χώρου τινὸς Ἤπ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων.) Σκόπ. Τσακων. κ.ἀ.:Βάλ᾿ τον σὲ μιˬᾶν ἀgωνὴ νὰ μὴ φαίνεται Κεφαλλ. Νὰ μείνω κ᾿ ἐγὼ ὁ φτωχὸς σὲ μιˬὰ ἀγκουνὴ Λακων. Καταμιςῆ τ᾿ ἄφ᾿σις, καηˬμένι, δὲν τά ᾿βαζις σὶ μιˬὰ ἀgουνὴ; Σκόπ. Βάλε νι τὸ σάο ὰν ἀγκωνὴ τᾶ τζεὶ (εἰς τὴν ἀγκωνὴν τῆς οἰκίας) Τσακων. γ)Τὸ παρὰ τοὺς τοίχους μέρος τῶν ἀγρῶν, τὸ ὁποῖον δὲν ἀνασκάπτεται διὰ τοῦ ἀρότρου, ἀλλὰ διὰ τῆς σκαπάνης Πελοπν. (Λακων.) Συνών. μεσαρεˬά, παραβολή. 3)Ἡ ἐσωτερικὴ γωνία τῆς οἰκίας Στερελλ. (Καλοσκοπ.) β)Ἡ παρὰ τὴν ἑστίαν ἀγκωνὴ ὡς καλυτέρα καὶ τιμιωτέρα θέσις Μέγαρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Οἰν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.:᾿Σ τὴν ἀγκωνὴ κάθουνται οἱ μεγαλύτεροι Καλάβρυτ. Κάτσε ᾿ς τὴν ἀγκωνή σου καὶ μὴ μιλᾷς αὐτόθ. Κάτσι ᾿ς τ᾿ν ἀγκουνή σ᾿, γέρουντά μ᾿ Αἰτωλ. Γλουπώθ᾿κι κὶ καθέταν ᾿ς τ᾿ν ἀγκουνὴ (ἐσκεπάσθη κτλ.) αὐτόθ. || Φρ. Θὰ τοὺν βάλ᾿ν τὰ πιδιˬά τ᾿ ᾿ς τ᾿ν ἀγκουνὴ (θὰ τὸν περιποιηθοῦν) Αἰτωλ. || Παροιμ. Ἀgουνία καὶ κουτάλι (ἐπὶ γερόντων μηκέτι ἐργαζζομένων, ἀλλὰ οἱονεὶ κατακειμένων μόνον καὶ ροφούντων τὸν ζωμὸν) Λακων. Ἔντερ ὁ ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ κράδα ἐκιˬουκιˬουράτζε ὰν ἀγκωνὴ (αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ψῦχος συνεσπειρώθη εἰς τὴν ἀγκωνὴν) Τσακων. Συνών. γωνίδι. γ)Ὑπήνεμος τόπος Ἤπ. δ)Χάριν μετριωτέρας ἐκφράσεως, οἰκία, οἰκία μικρὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.): Θέ᾿ νιˬ᾿ ἀγκουνὴ οὑ ἄθρούπους. 4)Γωνιόλιθος Ἤπ. (Χουλιαρ.) 5)Ἀκρωβελία, καθόλου τὰ ἀκραῖα τεμάχια τοῦ ἄρτου ἢ ὀπτοῦ τραγήματος Ζάκ. Μέγαρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μάν. Πάτρ. κ.ἀ.): Ἀγκωνὴ κόψε μου, δὲ θέλω φέττα Πελοπν. Θέλω ἀγκωνή, ὄχι μέση Καλάβρυτ. ᾿Ενή, πήγαινε νὰ γιˬουρέψῃς μιˬὰ ἀgωνὴ νὰ περάσωμε σήμερις (ἀgωνὴ=ὀλίγον ἄρτον) Μέγαρ. Συνών. ἀγκώνι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA