ἁγιˬοκέρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬοκέρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁγιˬοκέρι τό, ἁγιˬοκέριν Πόντ. (Κερασ.) ἁγιˬοκέρι σύνηθ. ἁγιˬοκέρ᾿ Θρᾴκ. ἁγιˬουκέρ᾿ Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Καταφύγ. Μελέν. κ.ἀ.) Σκόπ. κ.ἀ. ἁγιˬουτσέρ᾿ Λέσβ. ἁιοκέρ᾿ Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) ἁιουκέρ᾿ Σαμοθρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἁικέρ᾿ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) ἁεκέρ᾿ Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. κερί.

Σημασιολογία

1)Ὁ καθαρὸς τῶν μελισσῶν κηρὸς καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦ πρὸς χρῆσιν ἐν τοῖς ναοῖς κατασκευαζόμενα κηρία ἔνθ᾿ ἀν.: Φρ. Σὰν ἁγιˬοκέρι ἔγινε (ἐπὶ τοῦ καταστάντος ἕνεκα ἀσθενείας ὠχροῦ ὡς τὸ χρῶμα τοῦ κηροῦ καὶ κατίσχνου ὡς τὸ λεπτὸν κηρίον) Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) Σὰν ἁγιˬουκέρ᾿ ἔλε͜ιουσι (συνών. τῇ προηγουμένῃ). Μακεδ. || ᾌσμ. Ἑσὺ κάψον θυμίαμαν, ἐγὼ ἂς καίγ᾿ ἁιοκέρ Τραπ. Χριστούγεννα, Χρισούγεννα, τώρᾳ Χριστὸς γεννε͜ιῶται ᾿ς τὸ μέλι καὶ ᾿ς τὸ ἁγιˬοκέρ᾿ καὶ ᾿ς τὸ ἅγιˬο θυμιˬάμα Θρᾴκ. 2)Τὸ φυτὸν χοΰα ἡ σαρκώδης (hoya ἢ asclepias carnosa) τῆς τάξεως τῶν ἀσκληπιαδωδῶν (asclepiadaceae) ἔχον ἄνθη κηρώδους ὄψεως (ΠΓεννάδ. 1037) Θρᾴκ. (Αἶν.) Συνών. κεράκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/