ἁγιˬόκλαδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬόκλαδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁγιˬόκλαδο τό, Κυκλ. (Θήρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. κλαδί. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ἡγιασμένος δι᾿ ἐκκλησιαστικῆς εὐχῆς κλάδος φοίνικος, ἐλαίας, βαΐου, κττ. διδόμενος ἐν τῷ ναῷ ὑπὸ τοῦ ἱερέως εἰς τὸν Χριστιανὸν κατὰ τὴν Κυριακὴν τῶν Βαΐων. Συνών. ἁγιˬοναλαία.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/