ἀγκωνιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκωνιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγκωνιˬάζω (I)Ζάκ. Ἤπ. Παξ. Σέριφ. – ΝΠολίτ. Παραδ. 1,605 ἀgωνιˬάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀgουνιˬάζω Πελοπν. (Λακων.) ᾿gουνιˬάζω Πελοπν. (Λακων.) ἀγκουνιˬάζου Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκωνή. Παρὰ Τιμαρ. 4,72 (ἔκδ. Ellissen) ἀναγινώσκεται «ἐγγωνιάζει μακράν που πάσης συγχύσεως…ἀπηλλαγμένος». Τοῦτο ὁ FHaase νομίζει πεπλασμένον ὑπὸ τοῦ συγγράφεως, ἀλλ᾿ εὐρίσκεται καὶ παρ᾿ Εὐσταθ. Opusc. 250,24 ἐγγωνιάζοντες. Ἴσως παρ᾿ ἀμφοτέροις εἶναι ἐξελλήνισις τοῦ ἀγκωνιάζω.

Σημασιολογία

Α)Μετβ. 1)Θέτω, τοποθετῶ εἰς γωνίαν, παρὰ τὸν τοῖχον, καθόλου ἀκκουμπίζω που Ζάκ. 2)Ἀπωθῶ οἱονεὶ πρὸς γωνίαν, καθόλου ἀπωθῶ, στενοχωρῶ Ζάκ. Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Παξ.: Τοῦ ᾿δωσε μιˬὰ ποῦ τὸν ἀγκώνιˬασε μέσ᾿ ᾿ς τὸν τοῖχο Ζάκ. Τὸν ἀγκώνιˬασαν τὰ παιδιˬὰ τοὺν μπάρμπα κὶ δὲ φτά᾿ νὰ φάῃ Χουλιαρ. Τὸν ἀγκώνιˬασα ᾿κεῖ ποῦ παίζαμε καὶ τοῦ ᾿δωσα γροθεˬὲς Παξ. Μουρέ, πααίνετε παράξω, γιˬατὶ μ᾿ ἐgωνιˬάσετε καὶ θὰ σκάσω! Ἀπύρανθ. Ἀgωνιˬασμένος εἶναι μέσα μέσα καὶ ζεσταίνεται (καθισμένος εἰς τὴν ἑστίαν παρὰ τὴν γωνίαν κτλ.) αὐτόθ. || Φρ. Τώρᾳ θὰ σ᾿ ἀγκωνιˬάσωμε ᾿ς τὴμ μάτσα! (θὰ σὲ ξυλοκοπήσωμεν) Σέριφ. β)Στενοχωρῶ ἠθικῶς, ἐπιβάλλομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἀgωνιˬαστὴς ποῦ ᾿σαι, τὸ νοῦ σου χάνεις ν᾿ ἀgωνιˬάζῃς! 3)Διαγράφω ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τὰς γωνίας τῆς μελλούσης νὰ θεμελιωθῇ οἰκίας, γωνιάζω Ἤπ. (Χουλιαρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀγκώνιˬασι καλὰ νὰ μὴ γέ᾿ στραβὸς οὑ τοῖχους Αἰτωλ. Ἀγκώνιˬασαν οἱ μαστόρ᾿, τὸ ᾿χ᾿νι νὰ ρίξ᾿νι θιμέλιˬα αὐτόθ. β)Κτίζω τὴν γωνίαν, θέτω λίθους ὥστε νὰ σχηματισθῇ ἡ γωνία τοῦ οἰκοδομήματος Ἤπ. (Χουλιαρ.): Δὲν τ᾿ ἀγκουνιˬάεις καλὰ τὰ ᾿θάρια, μάστορα. Β) Ἀμτβ. 1)Κάθημαι εἰς γωνίαν, σκέπομαί που, ἵνα προφυλαχθῶ ἀπὸ τῆς βροχῆς ἢ τοῦ ἀνέμου Πελοπν. (Λακων.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.): Ἀγκώνιˬασα κὶ τρόμαξα νὰ ζισταθῶ Καλοσκοπ. ᾿Gούνιˬασο ἐδὰ πὰ νὰ περάσῃ ἡ βροχὴ Λακων. Μ᾿ ἔπιˬασ᾿ ἡ βρουχὴ κὶ δὲν εἶχα ποῦ ν᾿ ἀγκουνιˬάσου ᾿λότιλα Αἰτωλ. β)Μεταφ. εὑρίσκω καταφυγήν, προστασίαν Στερελλ. (Αἰτωλ.): Δὲν ἔχου ντὶπ ποῦ ν᾿ ἀγκουνιˬάσου (ντὶπ=καθόλου). 2)Κρύπτομαι Πελοπν. (Λακων.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/