ἁγιˬόκλημα (I)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬόκλημα (I)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁγιˬόκλημα τό, (I) Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. κλῆμα.

Σημασιολογία

Κλῆμα ἅγιον, ἡγιασμένον: ᾎσμ. Νὰ διˬῶ τοὶς νεˬούς, νὰ διˬῶ τοὶς νεˬές, νὰ διˬῶ τὰ παλληκάριˬα, νὰ διˬῶ καὶ τὸ ἁγιˬόκλημα τὰ τί σταφύλι κάνει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/