ἀβδελλίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβδελλίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβδελλίτσα ἡ, ἀμάρτ. ἀβδιλλίτσα Ἤπ. (Ἄρτ. Ἰωάνν. Κόνιτσ. κ.ἀ.) ἀρδιλλίτσα Ἤπ. (Κόνιτσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβδέλλα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίτσα. Ὁ τύπ. ἀρδιλλίτσα κατὰ μετάθ. φθόγγ. καὶ ἀποβολὴν τοῦ β ἐκ τοῦ *ἀβδιρλίτσα, τοῦ ρ. ἀναπτυχθέντος διὰ τὸ ἐπόμενον ὑγρόν. Πβ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 29, (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 83 κἑξ.

Σημασιολογία

1)Παιδιά,καθ᾿ ἢν οἱ παῖκται τασσόμενοι εἰς γραμμὴν κατὰ παραγωγὴν καὶ εἰς ὡρισμενην ἀπόστασιν ἀπ᾿ ἀλλήλων κύπτουν στηριζόμενοι διὰ τῶν χειρῶν ἐπὶ τῶν γονάτων, ὁ δὲ πρῶτος ὑπερπηδῶν κατὰ σειρὰν ὅλους τάσσεται εἰς τὸ τέλος διὰ νὰ ὑπερπηδηθῇ καὶ αὐτὸς ὑπὸ τῶν ἄλλων καὶ οὕτω καθεξῆς (ἡ ὀνομασία ἐκ τῆς ὁμοιότητος τῆς διαγραφομένης γραμμῆς τοῦ ὑπερπηδῶντος πρὸς τὴν τῆς κινουμένης βδέλλας) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Συνών. ἀβγάτισμα 3, ἀβγατιστὸ (δι᾿ ὃ ἰδ. ἀβγατιστὸς 1γ), βαρελλάκιˬα, μακροπόταμος, σκαμνάκιˬα. 2)Παιδιά, καθ᾿ ἣν=εἶς ἐκ τῆς ὁμάδος τῶν παικτῶν ὁριζόμενος διὰ κλήρου κύπτει στηρίζων τὰς χεῖρας ἐπὶ τῶν γονάτων, ὥστε τὸ σῶμα νὰ λάβῃ θέσιν ὁριζοντίαν, οἱ δὲ λοιποὶ τοποθετοῦντες ἀντικείμενόν τι ἐπὶ τῆς ράχεως ὑπερπηδοῦν θίγοντες μὲν τοῦτο διὰ τῶν χειρῶν, προσέχοντες δὲ νὰ μὴ τὸ καταρρίψουν ἐν τῇ ὑπερπηδήσει. Τὸ ὕψος τοῦ κύπτοντος ἑκάστοτε αὐξάνεται διὰ μικρᾶς ὑπανεγέρσεως μεταβαλλομένης οὕτω τῆς ὁριζοντίας θέσεως μέχρι ὡρισμένου ἀριθμοῦ πηδημάτων, παραλλάσσουν δὲ ἑκάστοτε καὶ τὰ ἐπιτιθέμενα ἀντικέιμενα, ὁ δὲ ἐν τῇ ὑπερπηδήσει ἐξ ἀπροσσεξίας καταρρίπτων τὸ ἀντικείμενον θεωρεῖται ἡττημένος καὶ ὑποχρεοῦται νὰ καταλάβῃ τὴν θέσιν τοῦ κύπτοντος Ἤπ. (Ἄρτ. Ἰωάνν.) Συνών. ἀβγάτα 2, ἀβγατιστὴς 2, ἀβγατιστὴ (δι᾿ ὃ ἰδ. ἀβγατιστὸς 1δ), ἄγγελος-ἀρχάγγελος, ἐλα͜ιά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/