ἁγιˬολείψανο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬολείψανο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁγιˬολείψανο τό, Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. λείψανο.

Σημασιολογία

Ἱερὸν λείψανον ἁγίου, ἤτοι τεμάχιον ὀστοῦ ἐκ τοῦ σώματος ἁγίου μετὰ σαρκὸς ἢ ἄνευ σαρκός, εὐλαβῶς φυλαττόμενον ἐν τῷ ναῷ καὶ χρησιμοποιύμενον ἐνίοτε ὡς θεῖον μέσον θεραπείας ἐκ νόσου ἢ ἀποτροπῆς κακοῦ κττ.:Ἐφέρανε ὡς καὶ τ᾿ ἁγιˬολείψανα ᾿ς τὸν ἄρρωστο, μὰ ἦταν τσῆ μοίρας του νὰ πεθάνῃ (δηλ. ἔφεραν τὰ λείψανα εἰς τὸν ἄρρωστον διὰ νὰ τὰ ἀσπασθῇ καὶ σωθῇ διὰ τῆς χάριτος τῶν ἁγίων). Πβ. λείψανο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/