ἁγιˬολόγγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬολόγγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἁγιˬολόγγος ὁ, Εὔβ. (Αἰδηψ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. λόγγος.

Σημασιολογία

Μέρος σύνδενδρον, δρυμός, δάσος (τὸ α΄ συνθετ. ἅγιος εἶναι ἄνευ ἰδιαιτέρας σημ., διότι τὸ σύνθετον ἐσχηματίσθη μόνον ὅπως συμφωνήσῃ γλωσσικῶς πρὸς τὸ ἁ-Γιˬάννης τῆς ἐπῳδ., ἐν ᾖ λέγεται, καθὼς καὶ τὸ ἁγιˬοτσικούρι):Κίνησε ἁ-Γιˬάννης ὁ Πρόδρομος, πῆρε τ᾿ ἁγιˬοτσικούρι νὰ πάῃ ᾿ς τὸν ἁγιˬολόγγο καὶ ἔκοβε ἕνα δέντρο χοντρὸ καὶ δυνατὸ (ἐπῳδ. εἰς ἐρυσίπελας, ἣν πλήρη ἰδ. ἐν Λαογρ. 4 <1912/3> 525).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/