ἁγιˬολούλουδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬολούλουδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁγιˬολούλουδο τό, Σαλαμ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. λουλούδι.

Σημασιολογία

1)Ἄνθος ἡγιασμένον ἐκ τοῦ ἀνθοστολισμένου Ἐπιταφίου κατὰ τὴν Μεγάλην Παρασκευὴν ἢ ἐξ ἀνθοστολισμένης εἰκόνος ἁγίου κατὰ τὴν ἑορτὴν αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον νομίζεται ὅτι κέκτηται ἰαματικὴν δύναμιν κατὰ τῶν ἀσθενειῶν καὶ ἰδίως τῆς βασκανίας, διὸ καὶ καίοντες τοῦτο ἐντὸς θυμιατηρίου καπνίζουν τὸν ἀσθενῆ Σῦρ. (Ἑρμούπ.):Κάπνισε τὸ παιδί σου μ᾿ ἁγιˬολούλουδα, γιˬὰ νὰ γίνῃ καλά. 2)Τὸ φυτὸν χαμαίμηλον τὸ κοινὸν (matricaria chamomilla) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) (ΠΓεννάδ. 1028) Σαλαμ. Συνών. ἁγεˬωργίτικο (ἰδ. ἁγιγεˬωργίτικος 2), τ᾿ ἅι-Γεˬωργιˬοῦ τὸ λουλουδάκι (ἰδ. ἅγι-Γεˬώργις 1), χαμόμηλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/