ἀβέρτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβέρτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀβέρτα ἐπίρρ. Ἤπ. (Χουλιαρ.) Ἴμβρ. Κφαλλ. Μῆλ. Παξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Σουδεν. Τρίκκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀβέρτο Ζάκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀβέρτος.
Σημασιολογία
1)Ἐν ὑπαίθρῳ Ζάκ. 2)Ἀναφανδόν, ἐλευθέρως Ἤπ. (Χουλιαρ.) Ἴμβρ. Κεφαλλ. Μῆλ. Παξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Σουδεν. Τρίκκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Γίνεται τζόγος ἀβέρτα (ἐξασκεῖται φανερὰ τὸ χαρτοπαίγνιον ἄνευ προφυλάξεως ἀπὸ τὴν ἀστυνομίαν) Κεφαλλ. Μπαίνου ᾿ς τ᾿ ἀμπέ᾿ ἀβέρτα (δηλ. εἰς τὸ ξένον ἀμπέλι χωρῖς νὰ φοβηθῶ τὸν ἰδιοκτήτην) Αἰτωλ. Γί᾿κι ἀβέρτα (ἐπὶ μέρους ἀφεθέντος ἐλευθέρου εἰς βοσκὴν) Χουλιαρ. Τραύα ἀβέρτα, δὲ σοῦ μιλάει κανένας Παξ.|| Φρ. Βαρῶ ἀβέρτα (λαμβάνω ἀδιακρίτως χρήμτα ἀπὸ οἱονδήποτε) Κεφαλλ. β)Παρρησίᾳ Ἴμβρ. Κεφαλλ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Μιλᾷ ἀβέρτα Κεφαλλ. Τὰ λέγου ἀβέρτα Ἴμβρ. 3)Ἄνευ περιορισμοῦ, ἀφειδῶς, δαψιλῶς Ἤπ. Κεφαλλ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Ξοδεύει ἀβέρτα Κεφαλλ. Ἄ᾿ξι τὰ χέριˬα κὶ ξόδιβι ἀβέρτα λιπτὰ Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA