ἅγιο-νᾶμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅγιο-νᾶμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἅγιο-νᾶμα τό, πολλαχ. ἁγιονᾶμα Ἀθῆν. κ.ἀ. ἅι-νᾶμα Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Μακεδ.(Κοζ.) ἁινᾶμα Ἤπ. (Ἰωάνν.) ἁγιˬόμα Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) ἁίμα Ἀπουλ. (Καλημ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. νᾶμα.
Σημασιολογία
1)Ὕδωρ ἡγιασμένον, ἁγίασμα Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) β)Ἱερὰ πηγή, ἐξ ἧς ἀναβλύζει ὕδωρ ἡγιασμένον Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Συνών. ἁγίασμα 3γ. 2)Ὁ οἷνος τοῦ μυστηρίου τῆς εὐχαριστίας πάντοτε ἐρυθροῦ χρώματος πολλαχ.:Ἔταξα ἁινᾶμα ᾿ς τὴν ἰκκλησιˬὰ (ἔταξα νὰ δώσω ἅγιον νᾶμα εἰς τὴν ἐκκλησίαν) Ἰωάνν. Πβ. ἀνᾶμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA