ἀβλόγητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβλόγητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβλόγητος ἐπίθ. ἀνευλόγητος ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 117 ἀνευλόητος Κύπρ. Πόντ. (Σάντ.) ἀνευλόγετος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. κ.ἀ.) ἀνευλόετος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀβλόγητος Εὔβ. (Κονίστρ.) Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ἀβλόητος Ἄνδρ. Θήρ. Κρήτ. Παξ. Πάρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀβλό᾿τους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Μακεδ. ἀβλόητους Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βλογῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Τὸ ἀνευλόγητος ἤδη μεσν.

Σημασιολογία

Α)Κυριολ. 1)Ὁ μὴ εὐλογηθεὶς ὑπὸ τοῦ ἱερέως Κρήτ. Παξ. Πόντ. (Κερασ.) κ.ἀ.: Ἀβλόητος ἄρτος Κρήτ. Ἀβλόητα κόλλυβα αὐτόθ. Ἐπέθανε τὸ μαραμμένο παιδί ἀβάφτιστο κιˬ ἀβλόητο Παξ. β)Ὁ μὴ ἐγκαινιασθεὶς ΚΠασαγιάνν. ἔνθ᾿ ἀν.: Ἕνα μόνο φτωχοκκλησιδάκι μές᾿ ᾿ς τὸ λόγγο ᾿ρείπιο κι ἀνευλόγητο ποῦ τὸ ᾿χε τάμα κάπο͜ιος Χριστιανός καὶ τὸ ᾿χτισε, μὰ δὲν ἐδιˬάβηκε δεσπότης νὰ τ᾿ ἁγιˬάσῃ. 2)Ὁ μήπω στεφθεὶς ἢ μὴ γενόμενος νόμιμος σύζυγος διὰ στέψεως κατὰ τὰς διατάξεις τῆς ἐκκλησίας, ἀλλὰ συνοικῶν παρανόμως, συνήθως ἐπὶ γυναικὸς Ἄνδρ. Εὔβ. (Κονίστρ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Κρήτ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πάρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) κ.ἀ.: Ἀβλόητη γυναῖκα Κρήτ. Τὴν ἔχει ἀβλόητη (ἐνν. τὴν γυναῖκα) Ἄνδρ. Θήρ. Κονίστρ. Κρήτ. Μάν. κ.ἀ.|| ᾎσμ. Πο͜ιὸς εἶδε νύφ᾿ ἀπὸ βραδὺ κιˬ ἄστρο τὸ μεσημέρι; πο͜ιὸς εἶδε κόρ᾿ ἀβλόητη ᾿ς τοῦ πεθεροῦ νὰ μπαίνῃ; Λακων. Φτύστε με καὶ ρουbώστε με | καὶ ρουbωμένη πέστε με, ποῦ ᾿ρθα ᾿ς τὸ σπίτι ἀβλόητη | χωρὶς κουbάρο καὶ παππᾶ, χωρὶς κἀμμιˬὰ δικολογιˬὰ (ρουbώνω=προσβάλλω,ἀτιμάζω. δικολογιˬὰ= συγγενεῖς) Μάν. Συνών. ἀστεφάνωτος. Β)Μεταφ. 1)Ὁ καταναλισκόμενος ταχύτερον παρ᾿ ὅ,τι ἐνόμιζέ τις, συνήθως ἐπὶ τροφίμων (κυρίως ὁ μὴ εὐλογημένος καὶ ἐντεῦθεν ταχέως ἐκλείπων) Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἅλας-βούτορον-ψωμὶν ἀνευλόετον (βούτορον=βούτυρον) Κερασ. Χαλδ. β)Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἔχῃ περισσεύματα χρημάτων καὶ τροφῶν ἀφθονίαν, ὁ μόλις κατορθῶν νὰ ζῇ Κύπρ. 2)Ὁ μὴ παρέχων ὠφέλειαν, ἀνωφελὴς Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.): Ἀνευλόγετον παιδὶν Τραπ. Χαλδ. Ντ᾿ ἀνευλόετος ἄθρωπος εἶσαι! (ντό= τί,πόσον) Τραπ. Χαλδ. Ἀνευλόγετε ντ᾿ ἐγένουσ᾿νε! (ἀνευλόγητος ποῦ ἔγινες! Ἐκ συμφύρ. δύο φρ., ἔ ἀνευλόγετε! καὶ ἀνευλόγητος ντ᾿ ἐγένουσ᾿νε!) Κοτύωρ. β)Ἀνίκανος, ἀδέξιος, ἀνεπιτήδειος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀνευλόετος ἄρθεπος Κοτύωρ. Χαλδ. Παιδὶν ἀνευλόετον Τραπ. Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/