ἀβολεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβολεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβολεˬὰ ἡ, ἀβολέˬα Κύθηρ. ἀβολεˬὰ Κρήτ. Κυκλ. (Σῦρ. κ.ἀ.) ἀσβολεˬὰ Θήρ. Κρήτ. Παξ. ἀσβουλεˬὰ Ἤπ. ἀσβολὲ Ἰκαρ. ἀναβολεˬὰ Πελοπν. κ.ἀ. ἀναβουλεˬὰ Ἤπ. ἀνασβολεˬὰ Κεφαλλ. ἀναβουλεˬὰ Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπίθ. ἄβολος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ. Τὸ ἀναβολεˬὰ καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

δυστυχίαν) Ἤπ. 2)Βαρεῖα ἀσθένεια Παξ. 3)Ζημία, καταστροφὴ Κρήτ.: Μπήκανε τὰ ὀζὰ ᾿ς τὸ χωράφι καὶ κάνανε ἀβολεˬές. 4)Ἄτακτος καὶ παράλογος πρᾶξις Κεφαλλ.: Τί ἀνασβολεˬὰ πῆγες κ᾿ ἔκανες!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/