ἀβολεσιˬάρικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβολεσιˬάρικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβολεσιˬάρικος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀβολεσάρικος Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβολεσιˬά.
Σημασιολογία
Ὁ κακῆς ποιότητος, πρόστυχος: Ἀβολεσάρικο κρεˬὰς (κρέας ἀσθενοῦς ζῴου ἢ πλαδαρὸν καὶ ἄπαχον). Συνών. ἄβολος Α 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA