ἀγκωνίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκωνίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγκωνίτσα ἡ, πολλαχ. ἀγκουνίτσα Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀγκωνή.
Σημασιολογία
1)Μικρὰ ἀγκωνὴ πολλαχ. 2)Ἐν τῷ πληθ. ἀγκουνίτσις, παιδιά, καθ᾿ ἣν καταλαμβάνονται αἱ τέσσαρες γωνίαι χώρου τινός, ἑκάστη ὑφ᾿ ἑνὸς παίζοντος, πέμπτος δὲ παῖς προσπαθεῖ νὰ καταλάβῃ μίαν ἐξ αὐτῶν. Κατὰ τὴν παιδιὰν ἀπαγγέλλεται τιριρί, μουρὴ φακῆ, | ἔπιˬασα τὴν ἀγκουνή. Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA