ἀγκωνόπηλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκωνόπηλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγκωνόπηλος ὁ, ἀμάρτ. ἀgωνόπηλος Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀγκωνὴ καὶ πηλός.

Σημασιολογία

Ἡ συνδετικὴ ὕλη τῶν ἀγκωναριˬῶν, ὁ πηλός: ᾎσμ. Βάνει τοὺς γέρους θέμελο, τοὺς νέους ἀgωνάριˬα, κιˬ αὐτὲς τοὶς βεργολύγερες τὲς βάνει ἀgωνόπηλο κ᾿ ἐκεῖνα τὰ μικρὰ παιδιˬὰ τὰ βάνει σοbολάκιˬα (σοbολάκιˬα=μικροὶ λίθοι τιθέμενοι εἰς τὰ κενὰ τῶν μεγαλυτέρων κατὰ τὸ κτίσιμον).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/