ἅγιος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἅγιος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἅγιος ἐπίθ. κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.) ἅγιˬος σύνηθ. ἅγιˬους βόρ. ἰδιώμ. ἅγιˬο Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Βουν.) ἅgιˬο Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) ἅγιˬε Τσακων. ἅιγιˬε Τσακων. ἅιος Κύπρ. Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. ἅιους Β. Εὔβ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἅις σύνηθ. ἅӧς Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἅες Πόντ. (Κρωμν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἅӧς Πόντ. (Χαλδ.) ἅες Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) ἅος Ἰκαρ. Γενικ. ἁγιοῦς Σῦρ. (Ἑρμούπ.) ἅγιˬος Καλαβρ. (Μπόβ.) Πληθ. ἁγί᾿ Μακεδ. ἁγίουνε Τσακων. ἅγιˬοζια Καππ. Θηλ. ἅγισσα Πόντ. (Κερασ.) ἁίισσα Κύπρ. ἅεσσα Πόντ. (Χαλδ.) Οὐδ. ἅιν Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀπίθ. ἅγιος. Ἐν παραθέσει ἢ συνθέσει μετὰ ὀν. συνήθως ἁγίων τὸ ἐπίθ. ἐμφανίζεται ὑπὸ τοὺς τύπ. ἅγιο-ἅγι-ἅι-ἁε-ἁ-, τὸ δὲ θηλ. ὑπὸ τὸν τύπ. ἁγιˬὰ-, ἐν Λέσβ. δὲ καὶ ἁγιˬὰν- πρὸ φων. Τὸ ἅις συνήθως εὐχρηστεῖ ἐν παραθέσει, πβ. ἅις-Δημήτρις, ἅιν-σήμαντρον κττ.

Σημασιολογία

1)Ὁ εἰς τὴν λατρείαν τοῦ Θεοῦ καθιερωμένος κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.):Ἅγιˬο βαγγέλιˬο-βῆμα-δισκοπότηρο. Ἁγία τράπεζα κοιν. Ἅγιˬα μυστήρια πολλαχ. Ἅγιˬες ἡμέρες (ἡμέραι μεγάλων ἑορτῶν, π.χ. τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Πάσχα κττ.) πολλαχ. Μὰ τὴν ἁγία ἡμέρα ποῦ ξημερώνει! (ὅρκος) πολλαχ. Ἅγια θυρία (αἱ θύραι τοῦ ἱεροῦ βήματος) Ἄθ. Μὰ τ᾿ ἅγιˬα βαγγέλ! Κερασ. Μὰ τοὺρ ἅγιˬε ἁμέρε ᾿ ἶμ᾿ παρῖντε! (μὰ τὰς ἁγίας ἡμέρας, αἱ ὁποῖαι ἔρχονται!) Τσακων. || ᾌσμ. Σήμανεν τ᾿ ἅιν σήμαντρον, οὕλοι νὰ τ᾿ ἀγροικήσουν, γιˬˬὰ νά ᾿ρτουν εἰς τὴν ἐκκλησιˬάν, τὴν τάξιν νὰ ἀρκίσουν Κύπρ. Τώρᾳ ᾿ν᾿ ἅγιˬα Σαρακοστή, τώρᾳ ᾿ν᾿ ἅγιˬες ἡμέρες Ἄνδρ. Ἡ σημ. αὕτη ἤδη ἀρχ. Πβ. Ἡρόδ. 2,41 «Ἀφροδίτης ἱρὸν ἅγιον», Πλάτ. Κριτ. 116 C «ἱερὸν ἅγιον», Ἰσοκρ. Ἑλέν. 63 «θυσίας...ἁγίας καὶ πατρίας». β)Ὁ δι᾿ ἐκκλησιαστικῆς τελετῆς ἢ εὐχῆς καθηγιασμένος σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.):Ἅγιˬο μύρο σύνηθ. Ἅγιˬα λᾴδια (τὸ εὐχέλαιον) Ἀστυπ. Σῦρ. Ἅγιˬα κόλλυβα Σκίαθ. Ἅγιˬο νερὸ (τὸ ὕδωρ τοῦ ἁγιασμοῦ) Μπόβ. Ἡ Τιουριˬατσὴ τῆς ἅγιˬος ἀλαία (ἡ Κυριακὴ τῆς ἁγίας ἐλαίας, ἤτοι ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων) αὐτόθ. || Φρ. Τοῦ δώκανε τ᾿ ἅγιˬα λᾴδιˬα (ἔδωσαν εἰς αὐτὸν τὸ εὐχέλαιον, ἤτοι εἶναι ἑτοιμοθάνατος. Ἐπὶ Χριστιανοῦ δυτικοῦ). γ)Ὁ ἡγιασμένος, ἱερός, ἐπὶ πραγμάτων σχετιζομένων ἢ ἀνηκόντων εἰς τὸν ἄνθρωπον, κυρίως προκειμένου περὶ τῆς μετὰ θάνατον καταστάσεως κοιν.:Ἅγιˬος τάφος. Ἅγιˬο χῶμα. Ἅγιˬα λείψανα. Ἅγιˬο νά ᾿ναι τὸ χῶμα ποῦ κεῖται! (εὐχή). Ἅγιˬα νά ᾿ναι τὰ κόκκαλά του! (εἴθε νὰ ἁγιάσῃ!) κοιν. Ἅγιˬο κορμὶ (τὸ ἱερὸν λείψανον τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος) Κέρκ. Ἅγιˬα νὰ εἶνι τὰ κόκκα σι! (ἅγια νὰ εἶναι τὰ κόκκαλά του!) Τσακων. || Φρ. Ἅγιˬο τὸ κόκκαλό του κιˬ ἅγιˬο τὸ χῶμα του! (ἐπὶ ἀνδρὸς ἐναρέτου καὶ φιλανθρώπου, συνηθέστερον δὲ εἰρων. περὶ τοῦ ἐν κακίᾳ βιώσαντος) Ἤπ. Σὰν ἅγιˬο λείψανο (ἐπὶ τοῦ ὠχροῦ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἅγιˬα λείψανα (τὰ πρὸς φύλαξίν τινος ὅπλα ἐκ μεταφ. τῶν λειψάνων ἁγίων, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦνται ὡς φυλακτήρια) Ζάκ. 2)Ἁγνός, εὐσεβής, ἐνάρετος σύνηθ.:Ἦταν ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος. Ἁγία γυναῖκα. Ὁ Θεὸς σχωρέσ᾿ την τὴν ἅγιˬα γυναῖκα! (εὐχὴ ἐπὶ θανούσης εὐλαβοῦς καὶ ἀγαθῆς γυναικὸς) σύνηθ. || Φρ. Καλὸς καὶ ἅγιος (ἐπὶ προσώπου, περὶ τῆς τελείας χρηστότητος τοῦ ὁποίου ἐπαινουμένου παρ᾿ ἄλλων ἐκφράζομεν δισταγμόν τινα ἐκδηλούμενον εὐθὺς μετὰ τὴν φρ. διὰ προτ. εἰσαγομένης διὰ συνδ. ἀντιθετικοῦ). Κάνει τὸν ἅγιο (ἐπὶ τοῦ ὑποκρινομένου τὸν ἐνάρετον) σύνηθ. β)Σεβάσμιος, ὡς τίτλος ἐκκλησιαστικῶν προσώπων, ἐπισκόπου, ἀρχιμανδρίτου, ἡγουμένου κττ. (συνήθως ἀσυνιζήτως) κοιν. καὶ Πόντ.:Ὁ ἅγιος Θεσσαλονίκης-Κέρκυρας-Χίου κτλ. (ἐνν. μητροπολίτης ἢ ἐπίσκοπος). Ὁ ἅγιος ἀρχιμανδρίτης-ἡγούμενος-οἰκονόμος κτλ. κοιν. Ὁ ἅγιος καθηγούμενος Πόντ. Ἅγιˬους πνιματ᾿κὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) 3)Ὁ ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας δι᾿ εἰδικῶς καθιερωμένης ἐπ᾿ ὀνόματι αὐτοῦ ἑορτῆς μετὰ θάνατον τιμώμενος ἄνθρωπος, διότι εἴτε διὰ τῆς διαδασκαλίας εἴτε διὰ τοῦ εὐσεβοῦς καὶ ἐναρέτου βίου εἴτε διὰ τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου συνετέλεσεν εἰς τὴν ἐμπέδωσιν καὶ ἐξάπλωσιν τῆς χριστιανικῆς πίστεως (συνήθως ἀσυνιζήτως) κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι-πατέρες. Ὁ ἅις-Βασίλεις-Γεˬώργις-Γιˬάννης-Δημήτρις κλπ.Ἡ ἁγιˬὰ-Βαρβάρα-Κατερῖνα-Κυριˬακὴ κλπ. κοιν. Συνήθως ἐλλειπτ. Οἱοσδήποτε ἅγιος καὶ πληθ. οἱ ἁγιοι ἐν γένει γενικῶς καὶ ἀορίστως παραλειπομένου τοῦ οὐσ.:Φρ. Κάθεται σὰν ἅγιος (ἥσυχος, ἀκίνητος. Ἡ μεταφ. ἐκ τοῦ ἐν εἰκόνι παρισταμένου ἁγίου) Κρήτ. Σὰν ἅγιος εἶναι (ἐπὶ ἰσχνοῦ καὶ ὠχροῦ) Ἀπύρανθ. Ἄρχισι νὰ τόνι παρακαλῇ σὰν ἅγιˬου Αἶν. Σὰν Ἑβραῖος ἅγιος (ἐπὶ τοῦ πωγωνοφόρου) Πελοπν. (Ἄργ.) Θεὸς καὶ ἅγιος ἔν᾿ (ἐπὶ πράγματος, ὅπερ συγκρινόμενον πρὸς ἕτερον φαίνεται πολὺ καλύτερον) Τραπ. Τί ἅγιˬου πιστεύ᾿ αὐτὸς κἀνένας δὲν ξέρ᾿ (οὐδεὶς γνωρίζει τὰς σκέψεις του) Αἰτωλ. Ἅγιο τὸν ἔκαμα (τὸν ἱκέτευσα θερμῶς,ὅπως ἤθελον ἱκετεύσει ἕνα ἅγιον) Ἀθῆν. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Θεὸ κιˬ ἅγιο τὸν ἔκαμα Θεσσαλον. Χρυσῆ κιˬ ἅγιˬα τὴν ἔκανα, δὲ θέλησε (τὴν ἀπεκάλεσα ἁγίαν καὶ χρυσῆν ἢ τὴν ἀπεκάλεσα χρυσῆν καὶ τὴν παρεκάλεσα ὡς ἁγίαν, ἤτοι ὑπερβαλλόντως ἱκέτευσα αὐτὴν) Πελοπν. (Δημητσάν.) Χρυςὸν καὶ ἅγιον τὸν ἔκαμα Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Οὕλ᾿ οἱ ἁΐοι νά ᾿ρτουν ᾿ὲν τὸν γιˬανίσκουν (καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι νὰ ἔλθουν, δὲν τὸν ἰατρεύουν. Ἐπὶ τοῦ ἀνιάτως νοσοῦντος) Κύπρ. Οὕ᾿ οἱ ἁγίοι νὰ μαζουχτοῦν δὲν τ᾿ς ξιχουρίζ᾿ν αὐτ᾿νοὺς (ἐπὶ τῶν ἐχόντων μεγάλην ἔχθραν) Αἰτωλ. Μὰ τοὺς ἁγίους! (ὅρκος) πολλαχ. Χίλι᾿ ἁιοὶ νά σου ᾿ουθοῦν! (χίλιοι ἅγιοι νὰ σὲ βοηθοῦν! Εὐχὴ) Καρπ. Οἱ ἁγίουνε νά ντι φυάτσωι! (οἱ ἅγιοι νὰ σὲ φυλάξουν!) Τσακων. || Παροιμ. φρ. Καθένας μὲ τὸν ἅγιˬο του (ἐπὶ τῶν διχογνωμοῦντων) Δημητσάν. Ἤπ. Ἀπ᾿ τὸν ἅγιˬο τὰ μάτιˬα βγάζει (ἐπὶ τοῦ έπιδιώκοντος ὑλικὴν ὠφέλειαν ὁποθενδήποτε) Κωνπλ. Βγάνει ἁγιˬοῦ μάτι (ἐπὶ τολμηροῦ κακούργου) Ζάκ. Καὶ ὁ ἅγιος θέλει φοβέρα (ἡ ἀπειλὴ φέρει ἀποτελέσματα καλά, διότι καὶ οἱ ἅγιοι μὴ εἰσακούοντες τὰς παρακλήσεις ὑποχωροῦν εἰς τὰς ἀπειλὰς τῶν ζητούντων τὴν βοήθειαν αὐτῶν) Πάρ. κ.ἀ. Καλῶς τὸν ἅγιον τοῦ Θεοῦ τὸν παξιμαδοκλέφταν! (προσφώνησις κατὰ σχῆμα ὀξύμωρον. Παξιμαδοκλέφτας εἶναι ὁ κλέπτης τῶν παξιμαδίων τῶν συμπλωτήρων του, κατ᾿ ἐπέκτασιν δὲ ὁ ἐπιτήδειος κλέπτης. Λέγεται πρὸς τὸν ὕπουλον τὸν ὑποκρινόμενον τὸν χρηστὸν) Κερασ. Καλῶς τὸν ἅγιˬο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐχθρὸ τοῦ καρβελιˬοῦ! (εἰρων. προσφώνησις) Πελοπν. (Λακων. Μεσσ.) Παροιμ. Ἑνοῦς ἑνοῦς ἁγιˬοῦ ἔρκετ᾿ ἡ χάρι του (ἕκαστος ἐπιτυγχάνει τοῦ ποθουμένου ἐν τῷ προσήκοντι χρόνῳ) Ἰων. (Κρήν.) Κάθε ἅγιος κ᾿ ἡ γεˬορτὴ του (εἰς ἕκαστον πρέπει νὰ ἀπονέμεται ἡ προσήκουσα εἰς τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν δύναμιν αὐτοῦ τιμὴ) Πάτμ. Ἅγιˬος ποῦ δὲ θαματουργεῖ, τὴ δόξα τί τὴ θέλει;(ὁ μὴ ὠφελῶν τοὺς ἄλλους δὲν πρέπει νὰ προσδοκᾷ παρ᾿ αὐτῶν ἐπαίνους ἢ χάριτας) Κάρπ. Ἅγιˬος ποῦ δὲν κάνει θάματα δὲ δοξάζεται (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Χίος Φτωχὸς ἅγιˬος δοξολογιˬὰ δὲν ἔχει (ἐπὶ πτωχοῦ παραγκωνιζομένου καὶ περιφρονουμένου. Ἡ μεταφ. ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τυπικῆς διατάξεως, καθ᾿ ἣν ἡ λεγομένη μεγάλη δοξολογία ψάλλεται μόνον κατὰ τὰς μνήμας μεγάλων ἁγίων, ὅτε τελεῖται καὶ λειτουργία, ἐνῷ κατὰ τὰς μνήμας τῶν ἄλλων δὲν συμβαίνει τοῦτο) Πάρ. κ.ἀ. Ὅσου νὰ γιράσ᾿ ἡ Θεός, πέd᾿ ἕξ᾿ ἁγιˬοί καταπουνεῖ (ὁ μέγας καὶ παρακμάζων εἶναι ἀνώτερος πολλῶν μικρῶν) Λέσβ. Τὸν ἅεν τηνὰν ἔχω τὴ δόξαν ἀτ᾿ ἐξέρω (τὸν ἅγιον ποῦ ἔχω γνωρίζω τὴν δόξαν του. Ἐπὶ ἀνθρώπου, τοῦ ὁποίου μᾶς εἶναι γνωστὴ ἡ ἱκανότης ἢ ἡ πανπουργία καὶ κακία) Τραπ. Χαλδ. Μωροῦ κιˬ ἁγιˬοῦ μὴ τάξῃς | κιˬ ἂν τάξῃς μὴ γελάσῃς (αἱ ὑποσχέσεις πρὸς μικρὰ παιδία καὶ ἁγίους πρέπει νὰ ἐκπληρωθοῦν, διότι ἡ ἀθέτησις αὐτῶν τῶν μὲν πρώτων προκαλεῖ τοὺς ὀχληροὺς κλαυθμούς, τῶν δὲ δευτέρων τὴν ὀργὴν) Θήρ. κ.ἀ. Κατὰ τὸ σχῆμα κατ᾿ ἐξοχὴν ἄνευ τοῦ κυρίου ὀν. ὁ ἅγιος ὁ τιμώμενος ἔν τινι τόπῳ ἢ ὁ ἅγιος τῆς ἡμέρας:Ὁ ἅγιος (ὁ ἅγιος Διονύσιος) Ζάκ. (ὁ ἅγιος Σπυρίδων) Κερκ. (ὁ ἅγιος Γεράσιμος) Κεφαλλ. Τῶν ἁγιˬῶ (κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν ἁγίων Ἀναργύρων) Σέριφ. Θὰ πάμε ᾿ς τὸν ἅγιο (εἰς τὸν ναὸν ἢ τὴν πανήγυριν τοῦ ἁγίου Γερασίμου) Κεφαλλ. Ὁ ἅγιος βοήθειά σας! (ἤτοι ὁ σήμερον ἑορταζόμενος ἅγιος) Πελοπν. (Βασαρ.) κ.ἀ. Μὰ τοὺν ἅγιˬου! (τὸν σήμερον ἑορταζόμενον. Ὅρκος) Αἶν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. πολλαχ. β)Οὐσ. ναὸς τιμώμενος ἐπ᾿ ὀνόματι ἁγίου (διὰ τὴν συχνὴν χρῆσιν αὐτοῦ ἄνευ τοῦ κυρίου ὀν. ἐπὶ τῶν ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας τιμωμένων ἁγίων) Σύμ. Τσακων. κ.ἀ.: Ἐσημάνα δυˬὸ ἅγιοι (ἐσήμαναν δύο ναοὶ ἑσπερινὸν ἢ ὄρθρον κττ.) Σύμ. Ἂ ζᾶμε ὸν ἅγιˬε (ἂς ὑπαγώμεν εἰς τὴν ἐκκλησία) αὐτόθ. γ)Εἰκὼν ἁγίου (διὰ τὴν συχνὴν παράλειψιν τοῦ κυρίου ὀν.) Κωνπλ. Μέγαρ. Σύμ. Τῆλ. κ.ἀ. 4)Μεταφ. ὁ προστατεύων καὶ ὑποστηρίζων τινά, προστάτης (ἡ σημ. αὕτη ὡρμήθη ἐκ τῆς δοξασίας, ὅτι, ὅπως χῶραί τινες ἢ πόλεις ἢ χωρία ἔχουν τοὺς κατ᾿ ἐξοχὴν προστάτας ἁγίους, οὕτω καὶ ἕκαστος ἄνθρωπος ἔχει τὸν ἰδιαίτερον αὑτοῦ προστάτην ἅγιον. Πβ. φρ. εἴχες ἅγιˬο φίλο καὶ γλύτωσες, πρὸς τὸν ἐκ θαύματος ἐκ προφανοῦς κινδύνου σωθέντα) Κεφαλλ. Κρήτ. κ.ἀ.:Φρ. Ἔχει ἅγιο στὸ παλάτι (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος προστάτην ἰσχυρὸν) Κεφαλλ. Συνών. φρ. ἔχει μπάρμπα ᾿ς τὴν Κορώνη. β)Πλοῦτος (οἱονεὶ ὡς προστάτης παρέχων δύναμιν) Κρήτ.:Τὸν ἔχει τὸν ἅγιˬο. 5)Καθαρός, ἀμόλυντος, ἐπὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ὑποστάσεων αὐτοῦ ὡς ὅρ. ἐκκλησιαστικὸς κοιν.:Ὁ ἅγιος Θεός. Τὸ ἅγιο Πνέμα. Ἡ ἁγία Τριάδα. || Φρ. Νηστεία κιˬ ἅγιˬος ὁ Θεός, μετάνο͜ιες κιˬ ἅγιˬος ὁ Θεός, πεῖνα κιˬ ἅγιˬος ὁ Θεός, καθισιˬὸ κιˬ ἅγιˬος ὁ Θεός, δουλε͜ιὰ κιˬ ἅγιˬος ὁ Θεός κλπ. (ἐπὶ καταστάσεων ἢ ἐνεργειῶν παρατεταμένων. Αἱ φρ. ὡρμήθησαν ἐκ τοῦ μοναχικοῦ βίου, ἐν τῷ ὁποίῳ τοιαῦται καταστάσεις, οἷον νηστεία, προσευχή, μετάνοια κλπ. εἶναι παρατεταμέναι, πᾶσα δὲ προσευχὴ ἢ ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία ἀρχίζει μετὰ τὸ «εὐλογητὸς ὁ Θεὸς κτλ.» ἀπὸ τοῦ «ἅγιος ὁ Θεός». Ἡ σημ. αὕτη εὔχρηστος ἤδη ἀπὸ τῶν μεταγν. χρόνων. Πβ. Α΄ Πέτρ. 1,15 «ἀλλὰ κατὰ τὸν καλέσαντα ὑμᾶς ἅγιον καὶ αὐτοὶ ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε, διότι γέγραπται, ὅτι ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιος».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/