ἄβουλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄβουλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄβουλα ἐπίρρ. (II) Κύπρ. Κῶς Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλάβρυτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Περίδ. ἄβ᾿λα Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀνάβουλα Δαρδαν. Μεγίστ. Νάξ. ἀνάουλα Ἄνδρ. ἀνήβουλα Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. βουλή. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Διὰ τοὺς ἐκ τοῦ ἀνα- ἀνη- τύπ. ἰδ. ἀ- στερητ. 1 δ.
Σημασιολογία
I)Ἄνευ τῆς βουλῆς, ἤτοι τῆς γνώμης καὶ συγκαταθέσεώς τινος (συντάσσεται συνήθως μετὰ γενικ. κατ᾿ ἐπίδρασιν τῆς γενικ. κτητικῆς τῆς ἀντιστοίχου συντ. τοῦ οὐσ. βουλή, π.χ. δίχως τὴ βουλή μου-σου-του, δίχως τὴ βουλὴ τῆς μάννας μου-τοῦ πατέρα μου κττ.) πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἔφυγα ἄβουλα τῆς μάννας μου Καλάβρυτ. Μὲ πάντρεψαν ἄβουλά μου αὐτόθ. Γυναῖκα δὲ χαλε͜ιέται ἄβουλά της αὐτόθ. Ἄβουλα τοῦ γονεοῦ του-τοῦ δασκάλου του Κύπρ. Ἄβουλά μου γιˬατί νὰ πάς; Κῶς Ἠπαντρεύτηκεν ἀνάβουλα τ᾿ ἀφέντη dου Νάξ. Ἄβουλά μου τὸ ἔκανε Χίος Ἀνάουλά μας δὲν ἠκάνανε τίβοτις τὰ παιδιά μας Ἄνδρ. Ἄβουλα τ᾿ ἐμόν (παρὰ τὴν θέλησίν μου.) Ἡ ἔναρθρος ἀντων. τ᾿ ἐμὸν ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὴν γενικ. μου) Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. Ἄβουλα τ᾿ ἐμὸν μὴ πάς πουθενὰ) Τραπ. Ἄβουλα τ᾿ ἐκεινοῦ ἐποίκ᾿ ἀτο (παρὰ τὴν θέλησιν ἐκείνου τὸ ἔκαμα) Χαλδ.|| Γνωμ. Ἄβουλα τοῦ Θεοῦ πουλλὶν ᾿κὶ πετᾷ (᾿κὶ=δὲν. Τὰ πάντα γίνονται κατὰ θείαν βούλησιν) Τραπ. Ἄβουλα τοῦ Θεοῦ φύλλον ᾿κὶ λαΐκεται (λαΐσκουμαι=κινοῦμαι. Συνών. ἀβουλῆς, ἄθελα. β)Ἀκουσίως Πελοπν. (Βούρβουρ.): Ἔφαε σῦκα, ἔφαε, καὶ τὴν ἔπιˬασε ἄβουλα ἡ θέρμη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA