ἀβουλῆς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβουλῆς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀβουλῆς ἐπίρρ. Κρήτ. Τῆλ. κ.ἀ. ἀβουλῆ Ρόδ. ἀνεβουλῆς Κρήτ. ἀνηβουλῆς Κρήτ. ἀνηβουλᾶς Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. βουλὴ κατ᾿ ἄλλα ἐπίρρ. εἰς –ις. Τὸ ς τοῦ ἀβουλῆ ἀπεβλήθη ἕνεκα κακοῦ χωρισμοῦ ἐν συνεχείᾳ, οἷον ἀβουλῆς σου-ἀβουλῆ σου, ὅπερ κατόπιν ἐκαθολικεῦθη καὶ πρὸ λ. ἀρχομένης ἀπὸ ἄλλου συμφ. Πβ. ὁμοίως δρομῆς- δρομῆ. Τὸ ἀνηβουλᾶς ἔχει τὸ α κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ συνών. ἄβουλα.

Σημασιολογία

Ἄνευ τῆς βουλῆς, ἄνευ τῆς γνώμης καὶ συγκαταθέσσεως τινος (συντάσσεται πάντοτε μετὰ γενικ. δι᾿ ὃν λόγον καὶ τὸ ἄβουλα, ὃ ἰδ.) ἔνθ᾿ ἀν.: Ἐξ ἀβουλῆς μου τὸ πῆρε (ἡ χρῆσις τῆς προθ. ἐξ ἐρμηνεύεται ἐκ τοῦ ὅτι ἐνομίσθη τὸ ἐπίρρ. ὡς γενικ. οὐσ.) Τῆλ. Ἀβουλῆ σου δὲν κάμνω τίποτις Ρόδ. Ἔφυγεν ἀβουλῆ μου αὐτόθ. Ἀνηβουλῆς μου τοῦ ᾿δωκα Κρήτ. Ἀνηβουλῆς του παdρεύτηκε αὐτόθ. Ἐγύρευγε νὰ bῇ ᾿ς τὸ σπίτι τοῦ σπιτονοικοκύρι αὐτόθ.|| ᾎσμ. Δὲ θέλω ᾿γὼ παινέματα κιˬ ὁ Μαυριˬανὸς μανίζει κιˬ ἀνηβουλᾶς τοῦ Μαυριανοῦ πρᾶμα νὰ μήνε γινῃ Κρήτ. Ἀνηβουλῆς τσῆ μάννας μου χάρισμα μή μ᾿ ἀφήσῃς αὐτόθ. Συνών. ἄβουλα, ἄθελα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/