ἀγκώνω (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκώνω (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκώνω (I)ὀγκώνω Πελοπν. (Ἀρκαδ. Δημητσάν.) Πόντ. (Κερασ.) Ρόδ. ὀgώνω Κάλυμν. Πελοπν. (Λακων.) ὀγκώνου Εὔβ. (Κύμ.) οὐγκώνου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Στερελλ. (Ἄμφ.) ᾿γκώνω Ἀθῆν. Εὔβ. (Λίμν.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κάρπ. Πελοπν. (Λάστ.) Ρόδ. ᾿gώνω Ἄνδρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθν. Σῦρ. ᾿gώνου Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Ἴμβρ. Κυδων. Λέσβ. ἀγκώνω Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. Κάλυμν. Κάρπ. Κέρκ. Κύθηρ. Παξ. Σίφν. Σκόπ. Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.) ἀγκώνου Εὔβ. (Κονίστρ.) Μακεδ. ἀγκών-νω Κύπρ. Μεγίστ. ἐγκώνω Μύκ. Στερελλ. (Ἄμφ.) ἐgώνω Θήρ. Πελοπν. (Οἰν.) gουgώνου Σάμ. Παθ. οὐγκώνουμι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) οὐgώνουμι Στερελλ. (Εὐρυταν.) ᾿γκώνομαι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Λέσβ. Μακεδ. ᾿gώνουμ᾿ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀγκώνουμι Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ρ. ὀγκῶ. Τὸ ἀγκώνομαι καὶ μεσν.
Σημασιολογία
1)Μετβ. ἐξογκῶ, κάμνω τι νὰ ἐξέχῃ, νὰ ἐμφανίζῃ ὄγκον, διαστέλλω Κύπρ. κ.ἀ.: Ἀγκών-νω τὸ σακ-κούλ-λιν (δῆλον ὅτι πληρῶν αὐτὸ) Κύπρ. Καὶ ἀμτβ. ἐξογκοῦμαι, ἐξέχω, ἐμφανίζω ὄγκον, οἰδῶ, διαστέλλομαι Θρᾴκ. (Καλαμ. Μάδυτ. Περιστασ.) Κύπρ. Μεγίστ. Πόντ. (Κερασ.) Ρόδ. Χίος κ.ἀ.: Ἀγκών-νει τὸ σακ-κούλ-λιν Κύπρ. Ὀγκώνει κἄτι ᾿ς τὰ στήθη της Ροδ. Ἔγκωσαν τὰ στήθη της αὐτόθ. Ὁ κόρφος του ἀγκώνει Χίος Ἀγκών-νουν τὰ φουστάνιˬα σου τιˬ ὁ κόρφος σου (δῆλον ὅτι ἐπὶ ἀρχομένης ἐγκυμοσύνης) Κύπρ. Ἔγκωσεν ὁ γιˬαρᾶς μου Μεγίστ. Πρήσ᾿κε, ᾿γκώθ᾿κε Καλαμ. Πρήστσι κὶ ᾿gώθτσι ποῦ μ᾿ ἔφιρις ᾿ς τέτοιου χά᾿! (νὰ πρησθῇς καὶ νὰ ὀγκωθῇς ποῦ κτλ.) Μάδυτ. Ἡ θάλασσα ὠγκῶθεν Κερασ. || ᾌσμ. Ὤγκωσαν τὰ βυζάκιˬα μου, ὄχου το τὸ μωρόν μου Ρόδ. Ταὶ ᾿τεῖνα ᾿ποὺ τὸ ἔκιν τους ἦρταν ταὶ ᾿ ποπετρῶσαν τ᾿ ὕστερα καπαρτίσασιν τ᾿ οἱ κόρφοι της ἀγκῶσαν (ἔκιν=ὁρμή, μένος) Κύπρ. Ζῶσε τὴν κόξαν σου σφιχτὰ ζωνάριν, νὰ λυγίζῃ, ν᾿ ἀγκων-νουν τὰ βυζούδκιˬα σου γιˬὰ νὰ σὲ νοσιμίζῃ αὐτόθ. Π-πηᾷ τ᾿ ἐκααλ-λίτεψεν σὰν νέφος ἀγκωμένον αὐτόθ. 2)Ἰδίᾳ ἐπὶ τῆς κοιλίας ἐκ πολυφαγίας α)Μετβ. κάμνω νὰ διασταλῇ παρέχων πολλὰ φαγητὰ Ἄνδρ. Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ.) Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κάλυμν. Κέρκ. Κεφαλλ. Κύπρ. Μακεδ. Μύκ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων.) Ρόδ. Σάμ. Σίφν. Σκόπ. Σῦρ. κ.ἀ.: Θὰ σὲ ᾿gώσω σήμερα Ἄνδρ. Ἔφαγα κιˬ ἀγκώθ᾿κα, πιρπάτ᾿σα κὶ ξαγκώθ᾿κα Μακεδ. Αὐτὸ τὸ νερὸ ὀγκώνει Ἀρκαδ. || Φρ. Τὴν ἄγκωσα (ἐνν. τὴν κοιλίαν, ἤτοι ἔφαγον δαψιλῶς) Κάλυμν. (συνών. φρ. τὴν τύλωσα). || Παροιμ. Τὸ πολὺ φαεῖ ὀγώνει καὶ τὸ λίγο θεραπεύει (καθὰ τὸ ἀρχ. «μηδὲν ἄγαν») Λακων. β)Συνήθως ἄμτβ. ὀγκοῦμαι τὴν κοιλίαν, οἰδῶ ἄνδρ. Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ.) Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Μάδυτ.) Κάλυμν. Κέρκ. Κεφαλλ. Κύθν. Κύπρ. Μακεδ. Μύκ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λάστ.) Ρόδ. Σάμ. Σίφν. Σκόπ. Σῦρ. κ.ἀ.: Ἤgωσα πεˬὰ καὶ δὲν τρώω ἄλλο Ἄνδρ. Ἔφαγα πολὺ καὶ ἄγκωσα Παξ. Ἔφαγα καὶ ἄγκωσα Θρᾴκ. Gούgουσι ἀπ᾿ τοὺ πουλὺ φαγεῖ Σάμ. Γκώθ᾿κα Ἤπ. Οὐγκώθ᾿κα Ἀδριανούπ. (ἔφαγον κατὰ κόρον). Ἤgωσεν ὁ ἄσωτος Σῦρ. γ)Μεταφ. παχύνομαι καὶ δὴ ὑπερβολικῶς Κύθν. Πελοπν. (Οἰν.): Ἔgωσε τὸ ἀρνὶ Οἰν. Δίνομε μ[ε ρέουλα φαεῖ ᾿ς τὸ χοῖρο νὰ μὴ ᾿gώσῃ Κύθν. 3)Συνεκδ. φέρω ἀηδίαν, κόρον, ἀποστροφήν, καταπαύω τὴν ὄρεξιν, ἰδίᾳ ἐπὶ ἐδεσμάτων λιπωδῶν καὶ γλυκυσμάτων Ἀθῆν. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Λέσβ. Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Μύκ. Πελοπν. Στερελλ. (Ἄμφ. Εὐρυταν.) κ.ἀ. – Λεξ. Αἰν.: Τὰ πουλὺ παχεˬὰ φα᾿ τὰ ᾿gώνουν Αἶν. Τὸ παχὺ κρέας ᾿gώνει Κρήτ. Ἡ ξυgόπιττα μὲ ἔgωσὲνε καὶ δὲ bορῶ νὰ φάω ἄλλο πρᾶμα αὐτόθ. Εἶνι τοὺ χουρτάρ᾿ παχὺ κὶ οὐgώνουdι κὶ δὲν τρών πουλὺ (δηλονότι τὰ πρόβατα κττ.) Εὐρυταν. Συνών. κομπιˬάζω, λιγεύω, πηγκώνω, στομώνω. β) Ἀμτβ. αἰσθάνομαι ἀηδίαν, κόρον, ἀποστροφήν, στομαχικὴν δυσφορίαν Ἀθῆν. Θήρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Λέσβ. Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Μύκ. Παξ. Πελοπν. (Λάστ.) κ.ἀ.:Ἔφαγα τηγανῖτες τσαὶ ἄγκωνα Κονίστρ. γ)Ἀπροσ. μὲ ἀgώνει (ἀηδιάζω) Κρήτ. Πβ. μὲ πεινάει. 4)Μεταφ. κάμνω τινὰ νὰ στενοχωρηθῇ, πειράζω Εὔβ. (Λίμν.) Κυδων. Μεγίστ. Στερελλ. (Ἄμφ.):Τὰ λόγιˬα σ᾿ μὶ ᾿gώνιν Κυδων. Πουλὺ μ᾿ ἔgουσι ἡ--ἄθριπους αὐτόθ. β)Ἀμτβ. στενοχωροῦμαι, δυσφορῶ Εὔβ. (Λίμν.) Κυδων. Μεγίστ.: ᾿Γκών᾿ ἡ καρδιˬά μ᾿ μ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο Λίμν. Ἀγκών-νει ἀπὸ τὸ κακόν του Μεγίστ. Πβ. Μαχαιρ. 136 (ἔκδ. Miller- Σάθα) «οἱ Γενουβῆσοι ἦτον ἀγκωμένοι» (ὠργισμένοι). γ) Στενοχωροῦμαι, πιέζομαι πρὸς ἀποπάτησιν Κάρπ. Συνών. ἀγκαννάρω Β1β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA