ἀβούλιˬαχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβούλιˬαχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβούλιˬαχτος ἐπίθ. Κυκλ. (Ἄνδρ. Μῆλ. Σῦρ. κ.ἀ.) Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Λακων. κ.ἀ.) ἀβούλιˬαχτους Λέσβ. Μακεδ. Στερελλ. (Ἄμφ.) κ.ἀ. ἀβούλιˬαστος Ἄνδρ. ἀβούλιˬαγος Πελοπν. (Τρίκκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βουλιˬάζω. Περὶ τοῦ τύπ. ἀβούλιˬαγος ἰδ. ΙΚακριδ. ἐν Ἀθηνᾷ 38 (1926) 194 κἑξ.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ βυθισθεὶς συνήθως ἐν ὕδατι, ἀβύθιστος σύνηθ.: Ἔκατσε ἀβούλιˬαχτο τὸ βαρκάκι Μῆλ. Ἀπὸ τὴ φουρτούνα κἀνένα καΐκι δὲν ἔμεινε ἀβούλιˬαχτο Σῦρ. Συνων. ἀβούλητος. β)Ὁ μὴ καταπεσὼν, ὁ μὴ κρατερειπωθείς, ἐπὶ οἰκοδομῶν, τοίχων κττ. Λέσβ. Παξ. κ.ἀ.: Ἐβούλιˬαξε ὅλο τὸ νησί, μονάχα ἡ ἐκκλησιˬὰ ἔμεινε ἀβούλιˬαχτη Παξ. Βουλιˬάξαν ὅλα τὰ σπίτια κ᾿ ἕνα μουνάχα ἔμ᾿νι ἀβούλιˬαχτου Λέσβ. γ)Ὁ μὴ ὑποστὰς καθίζησιν Παξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ.: Τόπος ἀβούλιˬαχτος Καλάβρυτ. Μέρος ἀβούλιˬαχτο Παξ. 2)Ἄωρος, σκληρός, ἐπὶ καρποῦ (ὅστις πιεζόμενος διὰ τοῦ δακτύλου δὲν βουλιˬάζει ὡς ὁ ὥριμος) Πελοπν. (Λακων.) 3)Μεταφ. ὁ ἐπιτήδειος νὰ συγκαλύπτῃ πάντοτε τὰ σφάλματα καὶ τὴν ἐνοχήν του (ἡ μεταφ. ἐκ τοῦ ἐπιπλέοντος ἐλαίου, ὅθεν καὶ ἡ συνὼν. φρ. σὰν τὸ λᾴδι πλέει ἀπάν᾿ἀπάνω) Κυκλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ.: Εἶν᾿ ἀβούλιαχτος, ποτὲ δὲν πιˬάνεται Κυκλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA