ἀβούλλωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβούλλωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβούλλωτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ.) ἀβούλ-λωτος Κύπρ. ἀβούλλουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀbούλλουτους Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ, ἀ- καὶ τοῦ ρ. βουλλώνω.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ βουλλωμένος, ἤτοι ὁ μὴ ἔχων ἐπ᾿ αὐτοῦ ἁποτετυπωμένην σφραγῖδα φέρουσαν τὰ ἀρκτικὰ γράμματα ὀνόματος ἢ καὶ ὁλόκληρον τὸ ὄνομα, ἡ ὁποία ἀντὶ τῆς ἰδιόχειρου ὑπογραφῆς τίθεται ἐπὶ ἐπιστολῶν, ἐγγράφων κττ., ἢ σφραγῖδα φέρουσαν ἄλλην διακριτικὴν παράστασιν Κύπρ. Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.): Τὸ γράμμαν ἀβούλλωτον ἔν᾿ Τραπ. κ.ἀ. Βέργα σιταρκοῦ ἀβούλ-λωτη (σωρὸς σίτου εἰς τὸ ἁλώνιον μὴ σφραγισθεὶς ὑπὸ τοῦ κυβερνητικοῦ ἀντιπροσώπου. Τὸ σφράγισμα τοῦτο γίνεται, ἵνα μὴ δυνηθῇ ὁ ἰδιοκτήτης νὰ ὑπεξαιρέσῃ μέρος τοῦ σίτου πρὸ τῆς καταμετρήσεως ἐνώπιον αὐτοῦ πρὸς καθορισμὸν τοῦ ποσοστοῦ τοῦ φόρου τῆς δεκάτης) Κύπρ. 2)Ὁ μὴ ἐσφραγισμένος, ἀνοικτός, ἀκάλυπτος, ἐπὶ ἐπιστολῶν καὶ ἐγγράφων ἐν γένει ἢ ἐπὶ στομίων δοχείων, ἀνοιγμάτων, ὀπῶν κττ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ.): Γράμμα ἀβούλλωτο. Μποτίλιˬα ἀβούλλωτη κοιν. Κοχλίδ᾿ ἀβούλλωτον (κοχλίας μὴ κλείσας τὸ στόμιον τοῦ ὀστράκου διὰ τῆς ἐκ τοῦ σιέλου μεμβράνης) Τραπ.|| Φρ. Στόμα ἀβούλλωτο (ἐπὶ τοῦ φλυάρου) Ἀθῇν. κ.ἀ. Ἔχω τόσες ἀβούλλωτες τρῦπες! (ἐπὶ ἀναγκῶν τοῦ βίου οὐδόλως δυναμένων νὰ θεραπευθοῦν) Ἀθῇν κ.ἀ. Συνών. ἀπύλωτος, ξεβούλλωτος, ξεβουλλωμένος (ἰδ. ξεβουλλώνω). 3)Ὁ ἄνευ σημείου τινὸς ἢ στίγματος φυσικοῦ Ἄνδρ. Παξ. κ.ἀ.: Λεμόνι-πορτοκάλι ἀβούλλωτο (τοῦ ὁποίου ὁ φλοιὸς δὲν προσεβλήθη ὑπὸ νόσου προκαλούσης στίγματα μεγάλα, τὰς βούλλας, συνιστάμενα εἰς τὴν τοπικὴν ἀπονέκρωσιν τοῦ φλοιοῦ καὶ εἰς τὴν μεταβολὴν τοῦ χρώματος) Ἄνδρ. κ.ἀ. Ἐλα͜ιὲς ἀβούλλωτες (αἱ μὴ φέρουσαι στίγμα δηλωτικὸν τῆς προσβολῆς ὑπὸ τῆς νόσου τοῦ δάκου) Παξ. β)Ὁ ἄνευ διακριτικοῦ σημείου Κρήτ. κ.ἀ.: Ἀβούλλωτο πρόβατο (τὸ μὴ φέρον διακριτικὸν στίγμα ἐπὶ τοῦ σώματος γινόμενο διὰ σιδήρου πεπυρακτωμένου) Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄβουλλος. 4)Ὁ μὴ ἐστομωμένος διὰ χάλυβος, ἐπὶ σιδηρῶν ὀργάνων πολλαχ.: ᾎσμ. Ἐγὼ χωράφι σὄδωκα νὰ σπείρῃς, νὰ θερίσῃς, μ᾿ ἂν εἶν᾿ τὰ βοίδιˬα σ᾿ ἀχαμνά, τ᾿ ἀλέτριˬα σου σπασμένα καὶ τὸ ὑνί σ᾿ ἀβούλλωτο, τί θέλεις ἀπὸ μένα; (πβ. Λαογρ. 7 <1923> 352). 5)Ὁ μὴ φέρων ἐπὶ τοῦ φλοιοῦ ἐντομὴν (ἐπὶ τοῦ μηλοπέπονος καὶ ὑδροπέπονος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου διανοίγεται ὀπὴ διὰ νὰ δοκιμασθῇ οὗτος) σύνηθ.: Καρπούζι-πεπόνι ἀβούλλωτο. Ἀντίθ. βουλλωμένος ἢ περιφραστικῶς μὲ τὴ βούλλα. 6)Τὸ θηλ. ἀβούλλωτη οὐσ. πίττα ψηνομένη πρὶν βουλλωθῇ, ἤτοι πρὶν κλεισθῇ τὸ στόμιον τοῦ φούρνου Κύθν. Συνών. προπύρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA