ἀγλαφζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγλαφζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγλαφζω Πόντ. (Τραπ.) ἀγλαθζω Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ᾿γλαθζω Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γλάφυ (κοίλωμα) ἀντὶ γλαφυˬάζω. Πβ. καὶ τὸ ἀρχ. γλάφω. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,268.

Σημασιολογία

1)Ἐκσκάπτω, καθαρίζω αὔλακα ἢ ὀχετὸν πρὸς ἀπρόσκοπτον διοχέτευσιν τοῦ ὕδατος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Ἀγλαθία τ᾿ ἀότ᾿ (ὀχετὸν) Χαλδ. Ἀγλαθζω τὸ ρυμὶν Κερασ. Οὓς νὰ ἐγλαθίασεν κ᾿ ἐκάτσεν κά, ντό ἔσυρεν! (ἕως ὅτου σκάψῃ καὶ ἡσυχάσῃ, τὶ ὑπέφερε!) Χαλδ. Πβ. ἀγλαφεύω 1. β)Καθόλου, ἐκσκάπτων κοιλαίνω Χαλδ.: Ἐγλαθίασα τὸ ψωμὶν κ᾿ ἐσέγκα ἀπέσ᾿ βούτορον. Συνών. βαθουλώνω, κουφώνω. 2)Διοχετεύω τὸ ὕδωρ ἀποκαθαίρων τὴν αὔλακα Πόντ. (Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.): Ἀγλαθζω τὸ νερὸν τ᾿ αὐλακί᾿ Κρώμν. (συνών. φρ. δίνω δρόμο ᾿ς τὸ νερό). 3)Μεταφ. ἐξερευνῶ περιέργως καὶ λεπτομερῶς Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Τραπ.): Παροιμ. φρ. Τῆ μυίας τ᾿ ἰντέρ ἀγλαθζ᾿ (ἐπὶ τοῦ πολὺ ἀκριβολογοῦντος) Κρώμν. Τραπ. Πβ. καταγλαθζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/