ἀβούρλιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβούρλιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβούρλιˬαστος ἐπίθ. Κυκλ. (Πάρ. κ.ἀ.) Παξ. ἀbούρλιˬαστους Ἴμβρ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀbρούλλιˬαστος Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βουρλιˬάζω.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ βουρλιασμένος, ἤτοι ὁ μὴ μεταβεβλημένος εἰς ὁρμαθὸν διαπερώμενος διὰ βούρλου ἢ σπάγγου Κρήτ. Κυκλ. (Πάρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Παξ.: Σῦκα-ψάριˬα ἀβούρλιˬαστα Παξ. Πάρ. κ.ἀ. Σῦκα ἀbούρλιˬαστα Χαλκιδ. 2)Ὁ μήπω διαπερασθεὶς διὰ τοῦ ὑφαντικοῦ κτενίου καὶ τοῦ μιταρίου, ἐπὶ τοῦ στήμονος Ἴμβρ.: Διˬά᾿κα τοὺ παννὶ κὶ τό ᾿χου ἀκόμα ἀbούρλιˬαστου (διˬά᾿κα=διάστηκα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA