ἀγρεῖφνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγρεῖφνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγρεῖφνα ἡ, ἀμάρτ. ἀργεῖφνα Μακεδ. (Καταφύγ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀγρεῖφνα. Πβ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918/20) 127.

Σημασιολογία

Γεωργικὸν ἐργαλεῖον, δι᾿ οὗ συνάγουν χόρτον. Συνών. τσουγκράνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/