ἀβουτούλωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβουτούλωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβουτούλωτος ἐπίθ. Πελοπν. (Βούρβουρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βουτουλώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ μεστωμένος, ἄωρος, ἐπὶ δημητριακῶν καρπῶν: Δὲν τρώεται τ᾿ ἀραποσίτι, εἶν᾿ ἀκόμη ἀβουτούλωτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA