ἀγριάγγουρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριάγγουρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριάγγουρο τό, ἀγν. τόπ. ἀγράγγουρο Πόντ. (Ἀμισ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. ἀγγούρι. Ὁ τύπ. ἀγριάγγουρο ἐν ἰατροσοφίῳ 18ου αἰῶνος.
Σημασιολογία
Φυτὸν τι ἀμπελοειδὲς ἔχον ρίζας παχείας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA