ἀβράδυˬωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβράδυˬωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβράδυˬωτος ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βραδυˬώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ φθάνων εἰς τὸ βράδυ, ὁ μὴ προλαμβάνων νὰ ἴδῃ τὴν ἑσπέραν: Φρ. Ὢ τὸν ἀβράδυˬωτο ποῦ νὰ μὴ βραδυˬώσῃ! (ν᾿ ἀποθάνῃ πρὶν βραδυˬάσῃ. Ἀρὰ) Μὰν. Ὢ τὸν ἀβράδυˬωτο! Λακων. Συνών. ἀβράδυˬαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/