ἀγριάδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριάδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριάδι τό, Ζάκ. Κάρπ. Πελοπν. (Ἀρεόπ. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγριάδα (I).
Σημασιολογία
I)Ζῷον θαλάσσιον, εἶδός τι σηπίας, ἁλιευόμενον τὴν νύκτα, πιθανῶς ὁ τῶν ἀρχαίων τεῦθος Ἀρεόπ. II)Τόπος ἄγριος, ἀκαλλιέργητος Ζάκ. Πελοπν. (Ἀρεόπ. Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA