ἀγλύκιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγλύκιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγλύκιˬαστος ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) ἀγλύκιˬασος Πελοπν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γλυκιˬαστὸς< γλυκιˬάζω ἀμαρτ.

Σημασιολογία

1)Ὁ πικρὸς τὴν γεῦσιν Πελοπν. (Λακων.): Ἀγλύκιˬαστα λούπινα (τὰ μήπω ἀποβάλοντα τὸν πικρὸν χυμόν). 2)Ὁ μὴ ἡδόμενος τὸν βίον Πελοπν.: Ἀδρόσιτο, ἀγλύκιˬασο, τὸ δροσιˬὸ νὰ μὴν τὸ ἰδῇς ποτέ! (ἀρὰ). Πβ. ἀγλύκαντος, ἀγλύκιστος, ἄγλυκος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/