ἀγριαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγριαίνω ἀγν. τόπ. ἀγραίνω Πόντ. (Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀgριγιˬαίνω Κρήτ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀγριαίνω. Ἰδ. Κορ. Ἄτ. 2,12. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ.
Σημασιολογία
Ἀμτβ. γίνομαι ἄγριος, ὀργίζομαι, παροξύνομαι Κρήτ. Πόντ. (Σάντ.) Χίος: Ἀgρίγιˬανὲνε τὸ μουλάρι κ᾿ ἔφυγὲνε Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Πλάτ. Συμπόσ. 173d «ἀεὶ τοιοῦτος εἶ· σαυτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις ἀγριαίνεις πλὴν Σωκράτους». Συνών. ἀγριεύω, θυμώνω. Καὶ μεβτ. Κάμνω τινὰ νὰ γίνῃ ἄγριος, παροξύνω, ἐμβάλλω εἰς ὀργήν, ἐξοργίζω, Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) Χίος: Κρῖμαν ἔν᾿, μ᾿ ἀγραίντς τὸ παιδὶν (τὸ μ᾿ ἀγραίντς ἐκ τοῦ μὴ ἀγριαίνεις) Χαλδ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Κάσσ. Δίωνα 44,47 «οὔτ᾿ ὀργή τις αὐτὸν ἠγρίανεν οὔτε εὐπραγία διέφθειρεν».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA