ἀγλυκοσάλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγλυκοσάλιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγλυκοσάλιστος ἐπίθ. Παξ. ἀγλυκουσά᾿στους Θεσσ. (Ζαγορ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γλυκοσαλιστὸς< γλυκοσαλίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μηδέποτε ἡσθεὶς τὸν βίον, ὁ ἀείποτε λυπούμενος καὶ παλαίων ἔνθ᾿ ἀν.: Αὐτὸς ὅ᾿ τὴ ζουή τ᾿ εἶνι ἀγλυκουσά᾿στους (συνών. φρ. ποτέ του δὲν ἐχάρη) Ζαγορ. Πβ. ἀγλυκοσάλιˬαστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA