ἀγνάντιˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγνάντιˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀγνάντιˬα ἐπίρρ. ἀνάντιˬα Κίμωλ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Χίος ἀνάdιˬα Πελοπν. (Λακων.) Σύμ. ἀνάγκιˬα Τσακων. ἀνάδιˬα Θήρ. Κρήτ. Κύθηρ. ἐγνάντιˬα Κορ. (Πλούτ. 3, οβ΄) ἀγνάντιˬα Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κρήτ. Κῶς Παξ. Πελοπν. (Λάστ. Μεγαλόπ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ. κ.ἀ.) Χίος κ.ἀ. ἀγνάdιˬα Θρᾴκ. (Αἶν.) Πελοπν. (Λακων.) ᾿γνάντιˬα Μύκ. ἀγνάτιˬα Ἤπ. (Δρόβιαν.) ἀγνάδιˬα Θεσσ. Θήρ. Κρήτ. Κύθν. Μακεδ. (Μελέν. Πάγγ. κ.ἀ.) Μῆλ. Πάρ. Πελοπν. (Γύθ.) ᾿γνέντα Καππ. (Φάρασ.) ἄγνεντα Καππ. ἀνάδιˬο Κρήτ. Κύθηρ. ἀνάδι Ἤπ. ἀγνάντιˬον Κύπρ. ἀγνάντιˬο Ἤπ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Λάστ.) κ.ἀ. ἀγνάdιο Ἰθάκ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀγνάγκιˬον Κύπρ. ἀγνάντιˬου Στερελλ. (Ἀρτοτ. Αἰτωλ.) ἀγνάdιˬου Σκόπ. ἀγνάντιν Κύπρ. ἀγνάντι Ἀστυπ. Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ.) Κῶς ἀγνάδιˬου Θεσσ. (Ζαγορ.) Σαμοθρ. ἀγναντὶς Λευκ. Οἱ τύπ. εἰς –ο(ν) καὶ -ι(ν) καὶ ὡς οὐσ. οὐδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιρρ. ἐναντίον=ἐνώπιον. Κατὰ τὸν PKretschmer Lesb. Dial. 174 ἐκ τοῦ *ἐκναντία. Ὡς πρὸς τὴν τροπὴν τοῦ ν εἰς γν μαρτυρουμένην ἤδη ἀπὸ τοῦ 16ου αἰῶνος (PKretschmer ἔνθ᾿ ἀν. 171) πβ. ἔγνο͜ια, τυράγνιˬα, σύγνεφο. Διὰ τὸ ἀγνάντιˬα- ἀγνάδια πβ. δόντια- δόδια. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 25 (1913) 294 καὶ ΜΝΕ 1,135 καὶ 2,95.

Σημασιολογία

Α)Ἐπίρρ. 1)Ἀπέναντι, εἰς θέαν ἀπὸ τινος τόπου, ἐνώπιον ἔνθ᾿ ἀν.: Κάθεται ἀγνάντι Εὔβ. Ἀγνάντι ᾿ς τὸ σπίτι μου αὐτόθ. Τοὺν εἶδα ἀγνάντιˬα (ἀπέναντι) Ἰωάνν. Γιˬά ᾿βγα ἀγνάντιˬο νὰ δῇς, ἔρχονται τὰ πρόβατα; Καλάβρυτ. Βγῆκ᾿ ἀγνάντιˬα Καλοσκοπ. Ἦρθε καὶ κάθισε ἀγνάδιˬα μου Κύθν. Ἔβγα ὀγνάντιˬο νὰ σὲ ἰδῶ Ἀρκαδ. Βλέπουν ἀγνάντι τως τὰ παλάτσα Ἀστυπ. Ἀγνάδιˬα ἀπὸ τὴν πό᾿ Μακεδ. ᾿Γνάντιˬα εἶν᾿ ὁ δεῖνα (ἀπέναντι) Μύκ. Τὸ χωριˬὸ εἶναι ἀγνάντιˬο ᾿ς τὸ Χιˬαλμὸ Καλάβρυτ. Νά ᾿σαι ἀγνάντιˬο, θὰ πῇς, Κύριε ἐλέησο! (Νὰ εἶσαι παρὼν θὰ ἀπορήσῃς) αὐτόθ. Ἀγνάδιˬα ᾿ς τὸ φεγγάρι Γὐθ. Πέρνασε ᾿γνέντα Φάρασ. Ἔβγαν ᾿γνέντα μας πέντε κλέφτοι αὐτόθ. ᾿Σ ἄγνεντα τὸ μέρου (ἐις τὸ ἀπέναντι μέρος) Καππ. Ὡράκα νι ἀπὸ ἀνάγκιˬα (τὸν εἶδον ἀπὸ ἀγνάντια) Τσακων. || Φρ. Ἀγνάντιˬ᾿ ἀγνάντιˬα (ὁ εἶς ἀπέναντι τοῦ ἄλλου) Παξ.: ᾌσμ. Ἀνάδιˬα μου ἦρθες κ᾿ ἔκατσες σὰν ἥλιˬος, σὰν φεgάρι Κρήτ. Βγαίνει ᾿ς τὰ πέντε ἁλώνιˬα, ἀγνάτιˬο ᾿ς τὸ χωριˬό, γλέπει φωτιˬὲς καὶ καίνε μέσ᾿ ᾿ς τὰ σπίτιˬα του Ἀρκαδ. Ἀγνάντιˬα σου κιˬ ἀγνάντιˬα μου θὰ στήσ᾿ ἕνα γιˬοφύρι, γιˬὰ νὰ περνῶ κάθε στιγμὴ νὰ σὲ φιλῶ ᾿ς τὰ χείλη Ἤπ. Κ᾿ ἕνα δεdρὸ ἀνάδιˬα τση ψημένο, μαραμμένο Κρήτ. Ἔκατσα ἀγνάδιˬα σου | γιˬὰ νὰ θωρῶ τὰ μάθιˬα σου Μῆλ. Καὶ μετὰ τῆς προθέσεως ἀπὸ Λευκ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Μελέν. Πάγγ.) Σκόπ.: Οὔτ᾿ ἀπ᾿ ἀγνάdιˬου δὲν ἧρθις νὰ μᾶσε ἰδῇς Σκόπ. || ᾎσμ. Μιˬὰ γρα͜͜ιά, πουλὺ γρα͜ιά, | δὲ μποροῦσι νὰ π᾿λαλῇ, ἀπ᾿ ἀγνάδια φώναξι Πάγγ. Συνών. ἀναγναντίς. 2)Ἐπί, ἐπάνω Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κίμωλ.: Ὁ ψάρτης ἤτανε χρόνιˬα ἀνάντιˬα ᾿ς τὸ κρεββάτι (κλινήρης) Κίμωλ. || ᾎσμ. Τοὺ τρίτου τοὺ φαρμακιρὸ ἀγνάντιˬα ᾿ς τὴν καρδιˬά του (φαρμακιρὸ ἐνν. καρφὶ) Ἀδριανούπ. Β)Οὐσ. 1)Ὁ ἀπέναντι τόπος, πρὸς τὸν ὁποῖον δύναταί τις ἀκωλύτως νὰ βλέπῃ ἔνθ᾿ ἀν.: Ἔλα ᾿ς τ᾿ ἀγνάντιˬο νὰ σοῦ πῶ Ἀρκαδ. Εἰπέτε τὴν κυρίτσα σας νὰ βγῇ ᾿ς τ᾿ ἀγνάντι νὰ τὴν διˬῶ ἀγν. τόπ. || Φρ. Γύρ᾿σα τ᾿ ἀνάδι (τρόπον τινὰ ὅλον τὸν πέριξ τόπον) Ἤπ. || ᾎσμ. Ἔβγα ᾿ς τ᾿ ἀγνάντιˬο νὰ σὲ ᾿δῶ, ἔβγα ᾿ς τὸ παραθύρι Ἤπ. Πβ. ξαγνάντιˬο. 2)Ἡ πέριξ τόπου τινὸς θέα Σκόπ. Στερελλ. (Ἀρτοτ.) κ.ἀ.: Βλέπ᾿ς τί ἀγνάdιˬου ἔ᾿ τοὺ καλύβ᾿ μας! Σκόπ. Τοὺ χουριˬὸ ἔ᾿ ἀγνάντιˬου, βλέπεις ὁλοῦθι Ἀρτοτ. Ἐδῶ ἔχει ἀγνάντιˬου αὐτόθ. 3)Τόπος ἄποπτος, περίβλεπτος, ἀγναντερὸς πολλαχ.: Γιˬ᾿ ἀνέβα αὐτοῦ ᾿πάν᾿ ᾿ς τ᾿ ἀγνάδιˬου νὰ δῇς, φαίνιτι κἀνένα καΐ᾿; Ζαγορ. Τὰ βόιδα ἤρθανε ᾿ς τ᾿ ἀγνάdιˬο Μάν. Βγήκαμε ᾿ς τ᾿ ἀγνάντι (συνών. φρ. βγήκαμε ᾿ς τὸ ξάντι) Κύμ. Ἔβγα ᾿ς τ᾿ ἀγνάντιˬο Καλάβρυτ. Γῆdου ᾿ς τ᾿ ἀγνάδιˬου (γῆdου=ἦτο). Συνών. φρ. ἐπῆγε ν᾿ ἀγναντέψῃ) Σαμοθρ. || ᾌσμ. Σὲ ἀγνάντιˬο βγῆκα κ᾿ ἔκατσα ᾿ς ἕνα ψηλὸ λιθάρι Καλάβρυτ. Λάστ. Παππᾶς ᾿ς τ᾿ ἀγνάντιˬο ἔκατσε τηράει καὶ ρωτάει Λάστ. Συνών. *ἀγναντία. 4)Ὄψις, πρόσωπον, ἐμφάνισις Κύθηρ.: Ἀνάδιˬο καλό ᾿χει ᾿κείν᾿ ἡ γυναῖκα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀγνάdιˬο Πελοπν. (Μάν.) Ἀγνάντιˬα Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/