ἀγρίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγρίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγρίδι τό, (I) ἀγρίδιν Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ἀγρίδι Κάρπ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Οἰν.) ἀγρίδ᾿ Ἤπ. (Χουλιάρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Λεπεν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίδι, τοῦ ἐπιθ. ἄγριος λαμβανομένου ὡς οὐσ. ἤδη ἀπὸ τοῦ Ὁμήρ. Πβ. Ε 52 «βάλλειν ἄγρια πάντα, τά τε τρέφει οὔρεσιν ὕλη» καὶ Σχολ. Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1103 (ἔκδ. PPapageorgius) «ἀγρονόμοι δὲ ἔνθα τὰ ἄγρια νέμεται, ὃ ἐστι τὰ μὴ ἥμερα θηρία». Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. καὶ ἀντρίδι, βυζαρίδι κττ.
Σημασιολογία
1)Ζῷον μὴ οἰκόσιτον, θηρίον Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.): ᾎσμ. Θέλω νὰ μένω σὲ βουνόν, φοβοῦμαι ἀπ᾿ τ᾿ ἀγρίδ Κερασ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Βλάχ. Πβ. «ἀγρίδι· θηράσιμον, θηρίον». Συνών. ἀγρίμι 1. 2)Ἡ παραφυὰς τῆς ἐλαίας, τῆς ὁποίας αἱ ρίζαι εἶναι ἄγριαι, δηλ. τῆς δι᾿ ἐγκεντρισμοῦ ἐξευγενισθείσης Πελοπν. (Οἰν.) 3)Τόπος ἄγριος, ὁ μήπω καλλιεργηθεὶς Πελοπν. (Βούρβουρ.) Συνών. ἀγριάδα (I) 1, ἀγρίωμα. β)Ὁ διὰ τὴν λυπρότητα ἢ τὸ βραχῶδες ἀκαλλιέργτος τόπος Ἤπ. (Χουλιαρ.) Στερελλ. (Λεπεν.) γ)Ἀκαλλιέργητον μέρος καλλιεργημένου ἀγροῦ καὶ καθόλου ἀκαλλιέργητος τόπος ἐντὸς καλλιεργημένης ἐκτάσεως Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἔχου ἕνα χουραφά᾿ κ᾿ ἔ᾿ ᾿ς τ᾿ν ἄκρ᾿ κὶ καμπόσου ἀγρίδ᾿. Ἰκεῖ ἀπ᾿ ἀπάν᾿ ἀπ᾿ τὰ χουράφιˬα ᾿ς τ᾿ ἀγρίδιˬα εἶν᾿ ἀγραπιδιˬές. Ἔδισα τὰ βόιδιˬα μέσ᾿ ᾿ς τ᾿ ἀγρίδ᾿ νὰ βουσκήσ᾿νι. Συνών. μεσαρεˬά. δ)Παλαιὰ ἄμπελος ἐγκαταλειφθεῖσα Πελοπν. (Οἰν.) Ἡ λ. ὡς τοπων. πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA