ἀγναντίζω (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγναντίζω (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγναντίζω (I)Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἤπ. Κέρκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἀγναντίζου Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. ἀγναdίζω Μεγίστ. ἀγναdίζου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀγναντῶ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Λευκ. Πελοπν. (Μεγαλόπ.) ἀγναντάου Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀγνάντιˬα. Πβ. ἀγναντεύω, ἀγναντιˬάζω.
Σημασιολογία
1)Ἀντικρύζω Ἤπ. Κέρκ. κ.ἀ.: Τὸ βλέμμα του ἀγνάντισε τὸ βλέμμα τῆς δεῖνα Κέρκ. || ᾎσμ. Ἤμουνα ᾿ς τὴ γῆ βαθεˬὰ χωμένος, τὰ χεράκιˬα μου σταυροδεμένα, τὰ ποδάριˬα μου ἀγναντισμένα Ἤπ. 2)Παρατηρῶ μακρόθεν καὶ καθόλου παρατηρῶ, θεῶμαι Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Λευκ. κ.ἀ.: Ἀγναντῶ τὰ πρόβατα Ἤπ. Ἀγναdίζου τοὺ gιρὸ (παρατηρῶ τί καιρὸς εἶναι) Αἶν. || ᾎσμ. Σαρακηνὸς τὴν ἀγναντᾷ ἀπὸ ψηλὴ ραχούλλα Λευκ. Συνών. ἀγναντεύω 1. β)Φαίνομαι μακρόθεν, παρουσιάζομαι Εὔβ. (Κύμ. Κάρυστ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.): Δὲν ἀγνάντισε αὐτὸς Κύμ. Συνών. ἀγναντεύω 1β, ξεμυτίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA