ἀγριέλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριέλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριέλι τό, ἀμάρτ. ἀγρέλι Ἄνδρ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Σῦρ. Χίος ἀγρέ᾿ Μύκ. Τῆν. ἀγρίλι Ἤπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. – ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,54.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀγριέλαιος. Τὸ ἀγρέλι διὰ τῶν μεταβατικῶν τύπ. *ἀγρέλαιος- *ἀγρέλος. Τὸ ἀγρίλι ὁμοίως διὰ τῶν τύπ. *ἀγρίλαιος- *ἀγρίλος.

Σημασιολογία

1)Ἡ ἀγριελαία ἔνθ᾿ ἀν.: Ποίημ. Εἶναι κιˬ ὁ τόπος του ξερ᾿κός, ἀβαραγκεˬὰ κιˬ ἀγρίλι. ΚΚρυστάλ. ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγριέλα 1. 2)Ἥμερος ἐλαία μικρᾶς ἡλικίας (διότι αἱ ἄγριαι ἐλαῖαι δι᾿ ἐγκεντρισμοῦ γίνονται ἥμεροι) Μύκ. Τῆν. Ἤδη παρὰ Δουκ. (λ. ἄγρελος) ἀγρέλλιον. Πβ. «ἀπὲ τὰ ἀγρέλλια νὰ πάρῃ δικαίωμαν τὸ δ΄» Πβ. μπόλιˬασμα. 3)Οἱ διὰ κλάδου ἐλαίας ραβδισμοὶ καὶ καθόλου τὸ ξυλοκόπημα Τῆν. κ.ἀ.: Τοῦ ᾿δωσ᾿ ἀγρέ᾿! (δεινῶς τὸν ἐξυλοκόπησαν) Τῆν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀγρέλι Σῦρ. Ἀγρίλι Ζάκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἀγρίλιˬα τά, Ἀμοργ. Κεφαλλ. Ἀγρέλιˬα Χίος (Καρδάμ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/