ἀγνάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγνάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγνάρω Κρήτ. (Πρίν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. anlamak καὶ διαλεκτ. aǧnamak ἀπὸ τοῦ θεμ. Τοῦ ἀπαρ.

Σημασιολογία

Ἐννοῶ, καταλαμβάνω: ᾎσμ. Μάθιˬα μὲ μάθιˬα μὲ μαθιˬές, πουλλί μου, δὲν ἀγνάρω καὶ στόμα μοῦ ᾿δωκε ὁ Θεὸς γιˬα νὰ σοῦ ροζονάρω (ὁμιλῶ). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγναεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/