ἄγναφος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγναφος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄγναφος ἐπίθ. Κρήτ. Χίος – Λεξ. Κομ. ἄγναθος Χίος ἄγναφτος Θεσσ. (Καρδίτσ.) Χίος

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἄγναφος καὶ ἄγναπτος.

Σημασιολογία

1)Ἀλεύκαντος Κρήτ.: Ἄγναφα μαλλιˬά. 2)Ἐπὶ δέρματος, ἀκατέργαστον, ἀτελῶς κατειργασμένον, μὴ ἀπεψιλωμένον τῶν τριχῶν, ἕνεκα τούτου ξηρὸν καὶ τραχύ. Ἰδ. ἀγναφοπέτσι. Πβ. Πλούταρχ. 2,692a «ἀγνάπτοις δὲ τούτοις (ἐνν. τοῖς ὑφάσμασι) διὰ τὴν τραχύτητα καὶ ξηρότητα τῆς κροκύδος». Ἐπὶ τῆς ἐννοίας τῆς τραχύτητος πρέπει νὰ ἐκληφθῇ τὸ τῆς Κ.Δ. (Ματθ. 9,16 καὶ Μᾶρκ. 2,21) «ράκος ἄγναφον». Ἀντίθ. γναμμένος, γναφτός. 3)Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων, ἀγύμναστος, ἀνάσκητος, ἀσυνήθιστος Χίος: Ἄγναφος ἄνθρωπος. Ἄγναφο βούδι. Εἶσαι ἄγναθος ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ δουλε͜ιά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/