ἀγρίεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγρίεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγρίεμα τό, κοιν. ἄγριˬεμα Πελοπν. (Οἰν.) ἀγρίεμαν Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) ἀγρίιμα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἄγρεμα Πόντ. (Ὅφ.) ἄγρεμαν Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Χαλδ.) ἄgεμα Καλαβρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγριεύω, παρ᾿ ὃ καὶ ἀγρεύω, ὃθεν ἄγρεμα.

Σημασιολογία

1)Τὸ νὰ βλέπῃ τις ἀγρίως, βλοσυρῶς, ἡ ἀγρία ἔκφρασις τοῦ προσώπου, βλοσυρότης, στυγνότης κοιν.: Γιˬὰ δὲς ἀγρίεμα ποῦ τὸ κάμνει! Τί ἀγρίεμα εἶναι αὐτό! κοιν. β)Ὀργὴ μανιώδης, ἐξαγρίωσις Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πόντ. (Κερασ.): ᾿Πάνου ᾿ς τ᾿ ἀγρίιμά τ᾿ ἔκαμι τοὺ φόνου Ἀδριανούπ. 2)Τὸ ποιεῖν, τὸ ἐμβάλλειν φόβον, ἐκφόβησις Πόντ. (Ὄφ. Χαλδ.) κ.ἀ.: Τὸ ἄγρεμα καλὸν οὐτ᾿ ἔνι Ὄφ. 3)Παθ. τὸ αἴσθημα τοῦ φόβου, οἷον εἰς τὸ σκότος, εἰς τὴν ἐρημίαν, ἡ φρίκη, τὴν ὁποίαν αἰσθάνεταί τις πρὸ τοῦ κινδύνου Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Χαλδ.) 4)Μεταφ. ἐπὶ τοῦ καιροῦ, ἡ ἐπὶ τὰ χείρω τροπὴ Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἔφ᾿γι ἀπάνου ᾿ς τ᾿ ἀγρίιμα τ᾿ κιροῦ. Ἀγρίιμα πὄκαμι οὑ κιρός! 5)Ὁ ἐρεθισμὸς τῶν οὔλων κατὰ τὴν ὀδοντοφυΐαν τῶν νηπίων καὶ ἡ ὄρεξις αὐτῶν νὰ δάκνουν Καλαβρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/