ἀγριλίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριλίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγριλίκι τό, Ἤπ. (Δρόβιαν.) Πελοπν. (Γορτυν. Μεγαλόπ. Μεσσ.) ἀγριλί᾿ Μακεδ. (Γρεβεν.) Σάμ. ᾿γριλίκι Πελοπν. (Λάστ.) ἀγουριλίκι Πελοπν. (Μεσσ.) ἀγουρλίκι Πελοπν. (Μεσσ.) ᾿γουρλίκι Πελοπν. (Μεσσ.) ἀγαρλίκι Α.Ρουμελ. (Καρ.) ἀγαρλί᾿ Θεσσ. ᾿γαρλί᾿ Θεσσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. aǧirlik.
Σημασιολογία
1)Προγαμιαία δωρεὰ τοῦ γαμβροῦ πρὸς τὴν νύμφην ἰδίᾳ, ὅταν οὗτος χῆρος ὢν ἔρχεται εἰς δεύτερον γάμον, ἡ δὲ νύμφη εἶναι παρθένος ἔνθ᾿ ἀν. 2)Προγαμιαία δωρεὰ τοῦ γαμβροῦ πρὸς τὴν νύμφην, ὅταν ἔρχεται εἰς τέταρτον γάμον, διὰ νὰ πείσῃ αὐτὴν νὰ στέρξῃ εἰς τὸν γάμον τοῦτον μὴ ὄντα νόμιμον Πελοπν. (Μεσσ.):Ὁ γαμπρὸς τῆς γράφει ἕν᾿ ἀμπέλι γιˬὰ ᾿γουρλίκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA